Οι αβεβαιότητες στην παγκόσμια οικονομία λόγω και της εκλογής Τραμπ, αλλά και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας βρίσκονται στο τραπέζι της 8ης Διάσκεψης της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε), η οποία διεξάγεται σήμερα.

Κατά την εναρκτήρια ομιλία του στην 8η Διάσκεψη της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε) ο πρόεδρός της Κρίστιαν Χατζημηνάς ανέφερε ότι «Η συνδιάσκεψη δεν είναι πλατφόρμα κριτικής. Τα μακροοικονομικά είναι εύρωστα λόγω καλής διακυβέρνησης και λόγω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων» και συμβάλουν στη συζήτηση τα μέγιστα.

Ακόμη πρόσθεσε ότι «είμαστε υποστηρικτικοί προς την κυβέρνηση και τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου», προσθέτοντας ότι «Δε βοηθά κανέναν να ζητάμε μείωση φόρων, χωρίς να λέμε τον σκοπό, τον τρόπο και το όφελος», αναφερόμενος και στην αναγκαιότητα της ανάπτυξης. Ακόμη, σημείωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει «Προσπάθεια να αναδειχθεί το ανθρώπινο δυναμικό».

Η φετινή πρωτοβουλία της Ε.ΕΝ.Ε υπογραμμίζει και αναδεικνύει την προστιθέμενη αξία της συνεργασίας ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, εργοδοτών και εργαζομένων, με κοινή αφετηρία την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας. Η οικονομική ανάπτυξη και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας οφείλει να έχει στην αιχμή της την επαναβιομηχανοποίηση, έξυπνη, ψηφιακή, τεχνολογική, με όρους σύγχρονους και πυξίδα την διεθνή ανταγωνιστικότητα – είναι το κλειδί που οδηγεί σε ευημερία για όλους.

«Μην πανικοβάλλεστε»

Από την πλευρά της η γνωστή αρθρογράφος των FT Gillian Tett, η ομιλία της οποίας «άνοιξε» την 8η Διάσκεψη αναφέρθηκε στην παγκόσμια αβεβαιότητα ου κυριαρχεί. Όπως εξήγησε η ίδια «Η παγκοσμιοποίηση είναι νεκρή». Ωστόσο, συνέστησε «Μην πανικοβάλλεστε! Η πραγματικότητα κάνει κύκλους. Θα υπάρξουν και μεγάλες ευκαιρίες. Είναι η ώρα που χρειάζεται να σηκωθούμε και να παλέψουμε», εξηγώντας ότι θα υπάρξουν ευκαιρίες παρά τις συνθήκες που επικρατούν. Μάλιστα, η ίδια επέστησε την προσοχή στην ανάγκη για καινοτομία και πράσινη ανάπτυξη, αναφέροντας παράλληλα ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η Κλιματική Αλλαγή.

Αναφορικά με τη χώρα μας, η κα Tett σημείωσε ότι «Η Ελλάδα με ριζοσπαστικές πολιτικές θα μπορούσε να αποκομίσει οφέλη και βελτίωση του οικονομικού κλίματος». Όπως εξήγησε η ίδια, ο κόσμος είναι αβέβαιος και γίνονται αλλαγές, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα θα έχει ευκαιρίες.

Η συζήτηση που ακολούθησε

Συνομιλώντας με τον Κρίστιαν Χατζημηνά η κ. Tett τόνισε ότι «βρισκόμαστε σε ένα ενδιαφέρον σταυροδρόμι της ιστορίας». Η αναφορά της, κατά τη διάρκεια της συζήτησης η οποία διεξήχθη στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, αφορούσε τις συνέπειες που θα έχει η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ στην Ευρώπη, εφόσον φυσικά υιοθετήσει το πλαίσιο των δασμών, το οποίο έχει εξαγγείλει. Μάλιστα η ίδια επισήμανε ότι «τις τελευταίες δεκαετίες, η φιλελεύθερη ιδεολογία, που έχει διαμορφώσει την Δυτική σκέψη, ουσιαστικά έλεγε ότι η βιομηχανική πολιτική ήταν κακή», καθώς «Φορείς όπως το ΔΝΤ επέκριναν χώρες που είχαν βιομηχανική πολιτική». Όπως εξήγησε μετέπειτα, «Το ίδιο το ΔΝΤ, όπως και οι πιο πολλές κυβερνήσεις, έχει αλλάξει την στάση του, και πλέον φαίνεται ότι στηρίζει την βιομηχανική πολιτική υπό κάποιες συνθήκες».

Απευθυνόμενη στον κ. Χατζημηνά σημείωσε χαρακτηριστικά: «Όπως είπατε, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις βιομηχανικές πολιτικές, που προστατεύουν τα εγχώρια συμφέροντα απ’ τον διεθνή ανταγωνισμό, και εκείνες που έχουν σχεδιαστεί να επιτρέπουν σε μια χώρα να αναπτύξει βιομηχανίες που θα εξάγουν σε παγκόσμια κλίμακα και να στέκονται καλύτερα στην παγκόσμια αγορά. Και τα δεδομένα δείχνουν ότι το πρώτο, αν και βοηθά βραχυπρόθεσμα, τείνει να υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μακροπρόθεσμα. Αυτή τη στιγμή, οι χώρες θα πρέπει να στοχεύουν στο δεύτερο».

Από την πλευρά του, ο κ. Χατζημηνάς σημείωσε ότι «Οι ΗΠΑ είναι, κατά κύριο λόγο, μια χώρα εξαγωγών, υπό την έννοια ότι έχουν παρουσία σε όλο τον κόσμο» για να προσθέσει πως «το θέμα είναι τι λένε αυτοί, καθώς ένας πρώην αξιωματούχος του Τραμπ είπε στους Financial Times να μην τους κατηγορούν που θέλουν δασμούς, γιατί αυτό είναι αποτέλεσμα του προστατευτισμού χωρών όπως η Κίνα, που με τη βιομηχανική πολιτική τους τούς αναγκάζουν να αντιδράσουν». Ως εκ τούτου,« Από την μία, οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να επικεντρωθούν στις εξαγωγές, αλλά να προστατεύσουν τη βιομηχανία τους από τις επιθετικές τακτικές της Κίνας».

Ακολούθως, η κα Tett ανέφερε πως «Ένα από τα μεγάλα παράδοξα της Αμερικής είναι ότι οι εταιρείες της κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά», ενώ σε άλλο σημείο συμπλήρωσε με νόημα πως «Το αποτύπωμα της Αμερικής στην παγκόσμια επιχειρηματικότητα είναι τεράστιο. Αλλά, αν και έχει αξιοσημείωτες εξαγωγές, όταν μιλάμε για το ποσοστό τους στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας, αυτό δεν είναι τόσο μεγάλο όσο στις περισσότερες από τις άλλες χώρες του G7. Παραδόξως, το αμερικανικό κοινό, δεν κατανοεί πόσο σημαντικό είναι να συνεχιστούν οι εξαγωγές».

Οι τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας

Από εκεί και πέρα, η ίδια επισήμανε ότι «όσον αφορά την σχέση της Αμερικής με την Κίνα, υπάρχει η αίσθηση ότι και οι δύο είναι πληγωμένοι. Κάποιος το παρομοίασε με δύο ανθρώπους που είχαν σχέση και μετά χώρισαν».

Συνεχίζοντας, η ίδια σημείωσε πως «Και τώρα είναι θυμωμένοι, παράλογοι και επιθετικοί για διάφορα πράγματα που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν τόσο εμπρηστικά. Αλλά το θέμα με την Κίνα και την Αμερική είναι ότι είναι αλληλένδετες, εμπορικά, μέσω των εμπορικών δεσμών και της αλυσίδας εφοδιασμού, αλλά και οικονομικά, λόγω του ότι η Κίνα έχει επενδύσεις στις ΗΠΑ. Οπότε, η απότομη διακοπή σχέσεων είναι αδύνατη, ακόμα κι αν το ήθελαν», επεξηγώντας, μάλιστα πως «υπάρχει αρκετός θυμός, που ενώνει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς εναντίον της Κίνας, καθώς και μια αντίληψη ότι θα πρέπει να είναι σκληροί απέναντί της».

Το παραπάνω, κατά την άποψή της «ευνοείται από την κυβέρνηση Τραμπ και τη βαθιά πεποίθησή της ότι ο μόνος τρόπος να τους πάρουν στα σοβαρά είναι να είναι μονίμως απρόβλεπτοι, οργισμένοι και απειλητικοί. Να απειλούν διαρκώς να διαλύσουν όλους τους εμπορικούς κανόνες. Γιατί, ακόμα κι αν δεν το κάνουν, πρέπει να πουν ότι θα το κάνουν, ώστε να κεντρίσουν την προσοχή».

Οπότε, «με όλα αυτά να συνδυάζονται αυτή τη στιγμή, δημιουργείται ένα αβέβαιο εμπορικό περιβάλλον, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει τη βιομηχανική πολιτική», είπε χαρακτηριστικά. Για αυτό και η τραμπική προσέγγιση του εμπορίου», σύμφωνα με την κα Tett «διαφέρει απ’ αυτήν των τελευταίων δεκαετιών, όμως μοιάζει πολύ με αυτήν που υπήρχε πριν από εκατό χρόνια».

Και κατέληξε: «Πιστεύω ότι μόλις ανακοινωθεί (σ.σ. δασμοί Τραμπ) θα υπάρξουν πολύ έντονες αντιδράσεις», για να επισημάνει πως «Μετά, οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν λογικά να απαντήσουν με δικούς τους δασμούς. Αυτή είναι η πρόβλεψή μου. Αλλά θα υπάρξουν πολλές διαπραγματεύσεις και σκιαμαχίες, και θα δούμε αν οι σκιαμαχίες αυτές θα μεταφραστούν σε πραγματική ζημιά ή όχι».

Τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη

Με βάση το παραπάνω, η δημοσιογράφος των FT συμπέρανε πως «η Ευρώπη επειγόντως πρέπει να διαμορφώσει βιομηχανική πολιτική, γιατί, αυτήν τη στιγμή, βρίσκεται σε μια δύσκολη φάση».

Όπως εξήγησε «Δεν είναι μια οικονομία που κινείται αποκλειστικά βάσει της ελεύθερης αγοράς και είναι επικεντρωμένη στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ώστε η καινοτομία και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα να ανθούν ελεύθερα, ούτε είναι, όμως, μια οικονομία όπου κυριαρχεί η κρατική βιομηχανική πολιτική, ώστε να συνδυαστούν δημόσια και ιδιωτική στρατηγική για το μέλλον της βιομηχανίας, όπως γίνεται π.χ. στην Κίνα». Οπότε, «δεν είναι ή το ένα ή το άλλο, είναι ανάμεσα στα δύο. Ίσως αυτό το ενδιάμεσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, να είναι και η πιο καλή λύση τελικά».

Μάλιστα, δηλώνοντας τη συμφωνία της με την έκθεση Ντράγκι η κα Tett είπε: «Η Ευρώπη πρέπει επειγόντως να βρει τρόπους να δράσει δυναμικά, μειώνοντας κατά πολύ τη γραφειοκρατία που πολύ συχνά περιόριζε την ιδιωτική επιχειρηματικότητα στο παρελθόν, κι επίσης να διπλασιάσει δυνάμεις σε τομείς-κλειδιά για το μέλλον, ώστε να δημιουργηθεί κοινή υποδομή για να το στηρίξει αυτό».

Ποιοι κλάδοι χρειάζονται ενίσχυση

Σε ποιους κλάδους θα πρέπει να υπάρξει υποστήριξη; «Θα ήθελα οι πράσινες πολιτικές να στηρίζονται λιγότερο στο μαστίγιο και τους κανονισμούς και πολύ περισσότερο στο καρότο, όπως στον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού. Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό να αφεθεί ελεύθερο το επιχειρηματικό πνεύμα».

Και δεύτερο «θεωρώ ότι πρέπει τουλάχιστον να διπλασιαστούν οι τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των ανθρώπινων επιστημών και της πληροφορικής και να υπάρξει η παραδοχή ότι, για να έχει η Ευρώπη μια ακμάζουσα κεφαλαιαγορά, τότε πρέπει να γίνει πολύ παραπάνω συζήτηση για τη δημιουργία του πλούτου. Χρειάζονται φορολογικές μεταρρυθμίσεις που να επιβραβεύουν τη δημιουργία του πλούτου και να υπάρχει πολύ μεγαλύτερος σεβασμός στους επιχειρηματίες».

Σε άλλο σημείο εξήγησε ότι «δεν ανησυχώ για τον κατακερματισμό της Ευρώπης. Το πιστεύω ότι, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, η Ευρώπη παραμένει ενωμένη», επισημαίνοντας με νόημα: «Το μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησης που έχει είναι: εάν δεν εκδηλωθεί κάποια πολύ άσχημη κρίση, εάν φτάσει στο χείλος του γκρεμού και αποφασίσει να μην πηδήξει, τότε είναι πολύ δύσκολο η αίσθηση του επείγοντος να διαπεράσει τις διάφορες ομάδες συμφερόντων και να καταλήξουν σε μια κοινή γραμμή δράσης».

Χατζημηνάς: Η Ελλάδα πρέπει να επαναβιομηχανοποιηθεί

Περνώντας στην Ελλάδα, ο κ. Χατζημηνάς ανέφερε πως «η Ελλάδα πρέπει να επαναβιομηχανοποιηθεί, γιατί υστερεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της», ενώ σε άλλο σημείο συμπλήρωσε: «Στην Ελλάδα, καθώς δεν έχουμε αρκετό καταρτισμένο προσωπικό και πρέπει να βασιζόμαστε το υπάρχον προσωπικό, λέμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι αντισυμβατικό, να ξεκινήσουμε μια επανάσταση από τα κάτω προς τα πάνω, κάτι που θα γινόταν, κι εδώ να πούμε ότι και ο πρωθυπουργός μας είπε ότι πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί στην Ελλάδα, και όντως πρέπει να αυξήσουμε τους μισθούς, Αλλά, όπως ξέρετε κι εσείς, οι μισθοί δεν γίνεται να αυξηθούν έτσι, απλά εάν δεν συνδεθούν με την παραγωγικότητα».

Ακολούθως, ο κ. Χατζημηνάς συνέχισε: «Οπότε, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, πρέπει να επανεκπαιδεύσεις το προσωπικό σου, κ.ο.κ. Αλλά έχουμε το εξής πρόβλημα στην Ελλάδα. Όταν θέλουμε να κάνουμε αύξηση μισθού, τον πληρώνουμε τριπλά απ’ αυτό που καταλήγει στην τσέπη των εργαζομένων.

Επομένως, «για να ωθήσουμε τους συναδέλφους μας, θα έλεγα, και όλους τους εργαζόμενους γενικά να κάνουν επανεκπαίδευση, πρέπει να δώσουμε υψηλότερους μισθούς, κάτι το οποίο και η κυβέρνηση θέλει να κάνουμε» είπε και πρόσθεσε «Αυτό που προτείνουμε είναι να μπει οριακός φορολογικός συντελεστής έτσι ώστε να μπορέσουμε να επανεκπαιδεύσουμε σωστά όλο το εργατικό δυναμικό μας. Να αυξήσουμε τους μισθούς, αλλά να μην καταβάλλουμε το μη μισθολογικό κόστος, το οποίο, όπως είπα, είναι τριπλάσιο του μισθού».

Από την πλευρά της, η κα Tett ανέφερε πως «Όσα γίνονται αυτήν τη στιγμή στη Μεγάλη Βρετανία σε φορολογικό επίπεδο ίσως δώσουν στην Ελλάδα την ευκαιρία να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα. Το ίδιο και στη Γαλλία. Βέβαια, η επόμενη χρονιά θα είναι κρίσιμη. Αλλά η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία».

Διαβάστε ακόμη: