Οι αναλυτές της Citigroup προτρέπουν τους επενδυτές να στραφούν στις μετοχές της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας, παρά την αβεβαιότητα γύρω από τις στρατιωτικές δαπάνες της κυβέρνησης και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στη συγκεκριμένη αγορά.

«Αναγνωρίζουμε ότι η παγκόσμια τάξη πραγμάτων εξελίσσεται υπό τον σημερινό Πρόεδρο, πιθανώς προς ένα πολυπολικό μοντέλο όπου τρεις χώρες ελέγχουν τις σφαίρες επιρροής στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία», ανέφερε ο αναλυτής της Citi, Τζέισον Γκέρσκι, σε σημείωμά του προς τους πελάτες την Τετάρτη.

Ωστόσο, ο ίδιος επισημαίνει ότι αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος γίνεται λιγότερο επικίνδυνος ή ότι μειώνεται η ανάγκη για επενδύσεις σε αμυντικά συστήματα. Ο Γκέρσκι θεωρεί πως οι εκτιμήσεις της Wall Street για τον κλάδο είναι «υπερβολικά απαισιόδοξες», δεδομένου του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Ο δείκτης S&P 500 Aerospace and Defense έχει καταγράψει άνοδο άνω του 5% από τις αρχές του έτους, ξεπερνώντας τον ευρύτερο δείκτη S&P 500. Ωστόσο, οι ανησυχίες για περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό έχουν επηρεάσει τις αμερικανικές αμυντικές μετοχές, οι οποίες δεν έχουν καταφέρει να επιστρέψουν στα υψηλά επίπεδα του 2024, την ώρα που οι ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου σημειώνουν ράλι.

Ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα σχέδιο για μείωση των προβλεπόμενων στρατιωτικών δαπανών κατά 8% μέσα στην επόμενη πενταετία. Παράλληλα, το Πεντάγωνο αποκάλυψε ότι οι πρώτες ενέργειες της νεοσύστατης Υπηρεσίας Κυβερνητικής Αποδοτικότητας, που ηγείται ο Έλον Μασκ, αναμένεται να εξοικονομήσουν 80 εκατομμύρια δολάρια – ποσό ωστόσο αμελητέο σε σύγκριση με τον συνολικό προϋπολογισμό των 850 δισ. δολαρίων.

Οι προοπτικές του κλάδου

Παρά τις ανησυχίες για μείωση δαπανών, ο Γκέρσκι δεν προβλέπει δραστικές ανατροπές στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Αντίθετα, εκτιμά ότι η στρατηγική των αγορών θα αλλάξει, με έμφαση στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αποτροπής.

«Η αύξηση των δαπανών θα επικεντρωθεί κυρίως στη μοντέρνα αμυντική τεχνολογία, διασφαλίζοντας την αποτρεπτική ισχύ των ΗΠΑ απέναντι σε μεγάλες δυνάμεις», υπογραμμίζει.

Ωστόσο, παραμένουν αβεβαιότητες, όπως η έγκριση των προϋπολογισμών για τα οικονομικά έτη 2025 και 2026, καθώς και η ανακοίνωση νέων αμυντικών συμβολαίων από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές της Citigroup εκτιμούν ότι αυτοί οι παράγοντες θα υποστηρίξουν έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 4-5% για τη βιομηχανική βάση, τη στιγμή που η Wall Street προβλέπει στασιμότητα ή οριακή πτώση 1%.

«Όσο το περιβάλλον απειλών παραμένει έντονο και οι ΗΠΑ διατηρούν ηγετικό ρόλο – είτε ως μοναδική υπερδύναμη είτε σε έναν πολυπολικό κόσμο – οι αμυντικές δαπάνες θα παραμείνουν ισχυρές και οι μετοχές των αμυντικών εταιρειών θα έχουν περιθώριο ανόδου», κατέληξε ο Γκέρσκι.

Εν τω μεταξύ, η μετοχή της Huntington Ingalls Industries Inc., κορυφαίας αμερικανικής ναυπηγικής εταιρείας στρατιωτικών πλοίων, σημειώνει άλμα 12%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο από το 2020, έπειτα από δημοσίευμα της Wall Street Journal που αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει εκτελεστικό διάταγμα για την ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας και τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα.

Οι αναλυτές της Citigroup προτρέπουν τους επενδυτές να στραφούν στις μετοχές της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας, παρά την αβεβαιότητα γύρω από τις στρατιωτικές δαπάνες της κυβέρνησης και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στη συγκεκριμένη αγορά.

«Αναγνωρίζουμε ότι η παγκόσμια τάξη πραγμάτων εξελίσσεται υπό τον σημερινό Πρόεδρο, πιθανώς προς ένα πολυπολικό μοντέλο όπου τρεις χώρες ελέγχουν τις σφαίρες επιρροής στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία», ανέφερε ο αναλυτής της Citi, Τζέισον Γκέρσκι, σε σημείωμά του προς τους πελάτες την Τετάρτη.

Ωστόσο, ο ίδιος επισημαίνει ότι αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος γίνεται λιγότερο επικίνδυνος ή ότι μειώνεται η ανάγκη για επενδύσεις σε αμυντικά συστήματα. Ο Γκέρσκι θεωρεί πως οι εκτιμήσεις της Wall Street για τον κλάδο είναι «υπερβολικά απαισιόδοξες», δεδομένου του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Ο δείκτης S&P 500 Aerospace and Defense έχει καταγράψει άνοδο άνω του 5% από τις αρχές του έτους, ξεπερνώντας τον ευρύτερο δείκτη S&P 500. Ωστόσο, οι ανησυχίες για περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό έχουν επηρεάσει τις αμερικανικές αμυντικές μετοχές, οι οποίες δεν έχουν καταφέρει να επιστρέψουν στα υψηλά επίπεδα του 2024, την ώρα που οι ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου σημειώνουν ράλι.

Ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα σχέδιο για μείωση των προβλεπόμενων στρατιωτικών δαπανών κατά 8% μέσα στην επόμενη πενταετία. Παράλληλα, το Πεντάγωνο αποκάλυψε ότι οι πρώτες ενέργειες της νεοσύστατης Υπηρεσίας Κυβερνητικής Αποδοτικότητας, που ηγείται ο Έλον Μασκ, αναμένεται να εξοικονομήσουν 80 εκατομμύρια δολάρια – ποσό ωστόσο αμελητέο σε σύγκριση με τον συνολικό προϋπολογισμό των 850 δισ. δολαρίων.

Οι προοπτικές του κλάδου

Παρά τις ανησυχίες για μείωση δαπανών, ο Γκέρσκι δεν προβλέπει δραστικές ανατροπές στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Αντίθετα, εκτιμά ότι η στρατηγική των αγορών θα αλλάξει, με έμφαση στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αποτροπής.

«Η αύξηση των δαπανών θα επικεντρωθεί κυρίως στη μοντέρνα αμυντική τεχνολογία, διασφαλίζοντας την αποτρεπτική ισχύ των ΗΠΑ απέναντι σε μεγάλες δυνάμεις», υπογραμμίζει.

Ωστόσο, παραμένουν αβεβαιότητες, όπως η έγκριση των προϋπολογισμών για τα οικονομικά έτη 2025 και 2026, καθώς και η ανακοίνωση νέων αμυντικών συμβολαίων από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές της Citigroup εκτιμούν ότι αυτοί οι παράγοντες θα υποστηρίξουν έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 4-5% για τη βιομηχανική βάση, τη στιγμή που η Wall Street προβλέπει στασιμότητα ή οριακή πτώση 1%.

«Όσο το περιβάλλον απειλών παραμένει έντονο και οι ΗΠΑ διατηρούν ηγετικό ρόλο – είτε ως μοναδική υπερδύναμη είτε σε έναν πολυπολικό κόσμο – οι αμυντικές δαπάνες θα παραμείνουν ισχυρές και οι μετοχές των αμυντικών εταιρειών θα έχουν περιθώριο ανόδου», κατέληξε ο Γκέρσκι.

Εν τω μεταξύ, η μετοχή της Huntington Ingalls Industries Inc., κορυφαίας αμερικανικής ναυπηγικής εταιρείας στρατιωτικών πλοίων, σημειώνει άλμα 12%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο από το 2020, έπειτα από δημοσίευμα της Wall Street Journal που αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει εκτελεστικό διάταγμα για την ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας και τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα.

 προτρέπουν τους επενδυτές να στραφούν στις μετοχές της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας, παρά την αβεβαιότητα γύρω από τις στρατιωτικές δαπάνες της κυβέρνησης και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στη συγκεκριμένη αγορά.

«Αναγνωρίζουμε ότι η παγκόσμια τάξη πραγμάτων εξελίσσεται υπό τον σημερινό Πρόεδρο, πιθανώς προς ένα πολυπολικό μοντέλο όπου τρεις χώρες ελέγχουν τις σφαίρες επιρροής στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία», ανέφερε ο αναλυτής της Citi, Τζέισον Γκέρσκι, σε σημείωμά του προς τους πελάτες την Τετάρτη.

Ωστόσο, ο ίδιος επισημαίνει ότι αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος γίνεται λιγότερο επικίνδυνος ή ότι μειώνεται η ανάγκη για επενδύσεις σε αμυντικά συστήματα. Ο Γκέρσκι θεωρεί πως οι εκτιμήσεις της Wall Street για τον κλάδο είναι «υπερβολικά απαισιόδοξες», δεδομένου του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Ο δείκτης S&P 500 Aerospace and Defense έχει καταγράψει άνοδο άνω του 5% από τις αρχές του έτους, ξεπερνώντας τον ευρύτερο δείκτη S&P 500. Ωστόσο, οι ανησυχίες για περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό έχουν επηρεάσει τις αμερικανικές αμυντικές μετοχές, οι οποίες δεν έχουν καταφέρει να επιστρέψουν στα υψηλά επίπεδα του 2024, την ώρα που οι ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου σημειώνουν ράλι.

Ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα σχέδιο για μείωση των προβλεπόμενων στρατιωτικών δαπανών κατά 8% μέσα στην επόμενη πενταετία. Παράλληλα, το Πεντάγωνο αποκάλυψε ότι οι πρώτες ενέργειες της νεοσύστατης Υπηρεσίας Κυβερνητικής Αποδοτικότητας, που ηγείται ο Έλον Μασκ, αναμένεται να εξοικονομήσουν 80 εκατομμύρια δολάρια – ποσό ωστόσο αμελητέο σε σύγκριση με τον συνολικό προϋπολογισμό των 850 δισ. δολαρίων.

Οι προοπτικές του κλάδου

Παρά τις ανησυχίες για μείωση δαπανών, ο Γκέρσκι δεν προβλέπει δραστικές ανατροπές στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Αντίθετα, εκτιμά ότι η στρατηγική των αγορών θα αλλάξει, με έμφαση στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αποτροπής.

«Η αύξηση των δαπανών θα επικεντρωθεί κυρίως στη μοντέρνα αμυντική τεχνολογία, διασφαλίζοντας την αποτρεπτική ισχύ των ΗΠΑ απέναντι σε μεγάλες δυνάμεις», υπογραμμίζει.

Ωστόσο, παραμένουν αβεβαιότητες, όπως η έγκριση των προϋπολογισμών για τα οικονομικά έτη 2025 και 2026, καθώς και η ανακοίνωση νέων αμυντικών συμβολαίων από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές της Citigroup εκτιμούν ότι αυτοί οι παράγοντες θα υποστηρίξουν έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 4-5% για τη βιομηχανική βάση, τη στιγμή που η Wall Street προβλέπει στασιμότητα ή οριακή πτώση 1%.

«Όσο το περιβάλλον απειλών παραμένει έντονο και οι ΗΠΑ διατηρούν ηγετικό ρόλο – είτε ως μοναδική υπερδύναμη είτε σε έναν πολυπολικό κόσμο – οι αμυντικές δαπάνες θα παραμείνουν ισχυρές και οι μετοχές των αμυντικών εταιρειών θα έχουν περιθώριο ανόδου», κατέληξε ο Γκέρσκι

Εν τω μεταξύ, η μετοχή της Huntington Ingalls Industries Inc., κορυφαίας αμερικανικής ναυπηγικής εταιρείας στρατιωτικών πλοίων, σημειώνει άλμα 12%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο από το 2020, έπειτα από δημοσίευμα της Wall Street Journal που αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει εκτελεστικό διάταγμα για την ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας και τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα.

Διαβάστε ακόμη: