Σεμνός, ευγενικός, μετρημένος, εξαιρετικά ταλαντούχος, ο νεαρός ηθοποιός, Χρήστος Καραβέβας συμμετέχει φέτος στην παράσταση «Ένα σπίτι από γυαλί» σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, ενώ παράλληλα ετοιμάζει ένα μικρού μήκους stop motion animation σε συνεργασία με τη Μαριλού Κουτσονάσιου.
Αποφοίτησε από το Καλλιτεχνικό Σχολείο του Γέρακα και από τη Δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. ‘Έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στον κινηματογράφο σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες και στο θέατρο.
Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
-Χρήστο, πώς προέκυψε και ασχολήθηκες με την υποκριτική;
-Με την υποκριτική δε θυμάμαι πότε ακριβώς αποφάσισα να ασχοληθώ επαγγελματικά, ωστόσο η πρώτη επαφή που είχα μαζί της ήταν στο δημοτικό, λόγω του καλύτερου παιδικού μου φίλου, του Θοδωρή, με τον οποίο πήγαμε σε διαφορετικά δημοτικά και μου έλειπε.
Έτσι όταν μου είπε για το θεατρικό παιχνίδι που γινόταν στο σχολείο του εκτός σχολικών ωρών μου φάνηκε ένας τρόπος να μπορώ να περνάω παραπάνω χρόνο μαζί του. Κάπως έτσι ξεκίνησα να πηγαίνω. Θυμάμαι να νιώθω ένα βάρος στο στήθος κάθε φορά που πήγαινα. Ποτέ δε θα σήκωνα το χέρι μου, προκειμένου να σηκωθώ και να κάνω κάτι. Η ιδέα του να έχω τόσα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου, μου προκαλούσε τρόμο. Προς το τέλος εκείνης της χρονιάς, ωστόσο, ένιωσα κάποια ψήγματα απελευθέρωσης τα οποία η δασκάλα μου η κυρία Γρηγορία ενθάρρυνε.
Γενικότερα όμως, το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής μου στην ομάδα το πέρασα προσπαθώντας να παραμείνω απαρατήρητος.
Αργότερα συνειδητοποίησα πως η υποκριτική εκτός των άλλων είναι η τέχνη της εξαφάνισης, καθώς σου δίνει τη δυνατότητα να «κρύβεσαι» πίσω από τη συμπεριφορά άλλων χαρακτήρων και αυτό είναι κάτι το βαθιά απελευθερωτικό.
Η δεύτερη επαφή έγινε όταν πήγα στο Καλλιτεχνικό σχολείο του Γέρακα. Θυμάμαι πολύ καθαρά την ημέρα που έδινα για το τμήμα θεάτρου – κινηματογράφου. Κοιτούσα τις ζωγραφιές που υπήρχαν στους τείχους και τις κατασκευές που είχαν κάνει τα παιδιά και ένιωθα την καρδιά μου να πάλλεται και τον αέρα να μη μου αρκεί από την επιθυμία να βρεθώ κι εγώ σε αυτό το χώρο, να γίνει το σχολείο μου. Έτσι και έγινε!
Η ενασχόλησή μου με το θέατρο με βοήθησε να απελευθερωθώ ουσιαστικά και μου έδωσε τα ερεθίσματα να τα ψάξω περεταίρω.
Παρακολούθησα ένα εργαστήρι εφήβων στο Εθνικό Θέατρο και έκανα κάποια σεμινάρια μέχρι που αποφάσισα τελικά να δώσω στη δραματική σχολή όταν τελείωσα το σχολείο.
-Σε επέλεξαν πολύ νωρίς σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία με τίτλο «Προσευχή» που είχε σχέση με την ενδοσχολική βία και κέρδισε το Χρυσό Διόνυσο στο φεστιβάλ Δράμας. Μίλησέ μας γι’ αυτό.
-Η συμμετοχή μου στην «Προσευχή» ήταν κομβική και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να ασχοληθώ με την υποκριτική.
Την περίοδο που γυρίστηκε ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Θυμάμαι πολύ καθαρά αυτόν τον περίεργο τύπο με την αλογοουρά που άρχισε να κόβει βόλτες στο σχολείο όλο και πιο συχνά και να με κοιτάζει επίμονα. Αυτός φυσικά ήταν ο Θανάσης Νεοφώτιστος, ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο οποίος την ώρα που εγώ αναρωτιόμουν ποιος να ήταν και γιατί στο καλό με κοιτούσε έτσι, εκείνος έβλεπε σε εμένα τον Δημήτρη, το αγόρι της ταινίας.
Μετά από λίγο καιρό ήρθε στο σπίτι μαζί με το σεναριογράφο Γρηγόρη Σκαράκη, να ζητήσει την άδεια των γονιών μου, για να παίξω στην ταινία. Όταν άκουσα πως επρόκειτο για τον κεντρικό χαρακτήρα σοκαρίστηκα. Μια αγωνία για το πώς θα ανταπεξέλθω σε κάτι τέτοιο με κυρίευσε.
Ο Θανάσης όμως την εξαφάνισε σιγά σιγά με τις πολυάριθμες συναντήσεις που είχαμε μαζί με το Στέλιο Καραμπίνα το άλλο παιδί που επέλεξε. Μου έδωσε να καταλάβω πως ο Δημήτρης ήταν ένα εσωστρεφές παιδί που φοβόταν την έκθεση και αυτό το συναισθάνθηκα.
Στην όλη διαδικασία του γυρίσματος ένιωθα ότι βρίσκομαι στο σωστό για εμένα χώρο. Ήταν μια πλούσια εμπειρία η οποία μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω ωραίους ανθρώπους, αλλά και να κατανοήσω τη διαδικασία πίσω από τη δημιουργία μιας ταινίας.
-Έχεις συμμετάσχει σε μία ταινία της Μαρίας Λάφη με τίτλο «Holy Boom». Τι πραγματευόταν η ταινία και ποιος ο ρόλος σου;
-Πρόκειται για μία ταινία με θέμα τη διαφορετικότητα και το ρατσισμό. Με φόντο τη μεγάλη εβδομάδα οι διαφορετικές πορείες ανθρώπων που μένουν στην ίδια γειτονιά συγκλίνουν με αφορμή την ανατίναξη ενός γραμματοκιβώτιου από μια παρέα παιδιών.
Σε αυτή την παρέα ανήκε και ο Αντρέας, ο χαρακτήρας που υποδύθηκα. Ένας έφηβος που προέρχεται από λαϊκά κοινωνικά στρώματα, δεν έχει ουσιαστική επαφή με την οικογένειά του και μοιράζεται το πάθος του για τα δυναμιτάκια με τον Ιγκέ και τον Κωστή, τα φιλαράκια του.
Είναι ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση και έντονη ανασφάλεια, που τελειώνει το σχολείο σε ένα κλίμα έντονης αβεβαιότητας για το μέλλον του και νιώθει την ανάγκη να τα σπάσει!
Με την Μαρία και τα παιδιά περάσαμε πολύ χρόνο πριν το γύρισμα έτσι ώστε όταν θα ερχόταν η ώρα να φέρουμε την αίσθηση της σχέσης που ήθελε, μιας παρέας φίλων δηλαδή. Πράγμα το οποίο πέτυχε γιατί κάναμε πολύ ωραία παρέα.
-Πέρσι έπαιξες σε μία μεγάλου μήκους ρομαντική κομεντί που διοργανώθηκε από το University Of Miami και σκηνοθέτιδα τη Sarah Hartman με τίτλο «Canada an allegory». Πώς προέκυψε;
-Με κάλεσε για την οντισιόν η Casting Director Λυδία Γεωργανά για το ρόλο του Κωνσταντίν, ωστόσο τελικά η σκηνοθέτιδα με επέλεξε για αυτόν του Κώστα που ήταν και ο δεύτερος μεγαλύτερος ρόλος της ταινίας. Η συγκυρία τα έφερε μάλιστα η ταινία να γυριστεί στη Σάμο απ’ όπου και κατάγομαι από την πλευρά της μητέρας μου.
Γενικότερα ήταν μία πολύ όμορφη εμπειρία οι έλληνες συνάδελφοι εξαιρετικοί τόσο στη δουλειά όσο και στην παρέα και ένα υπέροχο multi-cultural συνεργείο.
Η υπόθεση της ταινίας έχει κάτι το Λανθιμικό, ωστόσο το ύφος της δεν έχει την παραμικρή αποστασιοποίηση και κυριαρχούν το κωμικό στοιχείο και οι ανατροπές. Η ταινία βρίσκεται στη διαδικασία του post production. Ήταν μία όμορφη διαδικασία και περιμένω να δω το αποτέλεσμα.
-Είχες μια μικρή συμμετοχή στις ταινίες «Καζαντζάκης» του Γ. Σμαραγδή, «Adults in the room” του Κ. Γαβρά και στη σειρά «Κόκκινο ποτάμι» του Μ. Μανουσάκη. Πως ήταν η εμπειρία αυτή;
-Τόσο στην ταινία του κ. Σμαραγδή και του κ. Γαβρά, όσο και στο «Κόκκινο ποτάμι» του κ. Μανουσάκη συμμετείχα ως βοηθητικός ηθοποιός. Και οι τρεις αυτές εμπειρίες ήταν ουσιαστικές, γιατί μου δόθηκε η δυνατότητα να παρακολουθήσω τρεις σημαντικούς σκηνοθέτες εν δράση, μαζί με τους εξίσου ταλαντούχους ηθοποιούς τους.
-Κωμωδία ή Δράμα;
-Και τα δύο! Ωστόσο μου αρέσει πολύ όταν υπάρχει το ένα μέσα στο άλλο, όταν δηλαδή προκύπτει το γέλιο σε μία δραματική σκηνή ή όταν μία κωμική προκαλεί τη συγκίνηση.
–Σε τρομάζει το μέλλον του ηθοποιού στην Ελλάδα;
-Αυτή τη στιγμή περισσότερο με τρομάζει η τρέχουσα κατάσταση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε όσοι εργαζόμαστε στον τομέα της τέχνης.
Σε ότι αφορά στο θέαμα υπάρχει μία έντονη αίσθηση αβεβαιότητας που απορρέει από το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή τα θέατρα μπορεί να κλείσουν, ενώ όσο λειτουργούν θα επιτρέπετε μόνο το 30% της πληρότητάς τους. Παρ’ όλα αυτά επιλέγω να είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Βρισκόμαστε βλέπετε σε μία εποχή, η οποία σε αντίθεση με άλλες χαρακτηρίζεται από έλλειψη οράματος και αυτό αντανακλάται και στην τέχνη.
Η τάση που επικρατεί είναι αυτή μιας καταγγελτικής διάθεσης απέναντι στα πράγματα, και καλώς είναι, που όμως περιορίζεται μέσα από μία έντονη αίσθηση ματαιότητας που δεν οδηγεί, παρά στη μιζέρια. Ούτως ή άλλως σε αυτόν τον κόσμο τίποτα δεν έχει νόημα από μόνο του, ωστόσο εμείς είμαστε ζωντανοί και οφείλουμε να παλεύουμε, για να το δημιουργούμε.
Πιστεύω λοιπόν πως σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία θα δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και ζυμώσεις που σταδιακά θα φέρουν νέες εξελίξεις τόσο στην τέχνη όσο και στην κοινωνία, και οφείλουμε όλοι να μεριμνήσουμε, ώστε αυτές οι εξελίξεις να είναι προς το καλύτερο.
-Αν σου δινόταν η ευκαιρία να μιλήσεις και να συμβουλευτείς κάποιον σπουδαίο συνάδελφό σου από το εξωτερικό, ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;
-Θα ήταν οπωσδήποτε ο Daniel Day Lewis, ο αγαπημένος μου ηθοποιός. Κατά τη γνώμη μου είναι ο μοναδικός ηθοποιός που «εξαφανίζεται» μέσα στους χαρακτήρες που υποδύεται και αυτό είναι κάτι που με συναρπάζει. Δεν υπάρχει η παραμικρή ομοιότητα μεταξύ των χαρακτήρων που έχει ενσαρκώσει, όπως και κανενός είδους μανιερισμός που να προδίδει την προσωπικότητά του.
Γενικότερα αυτό που με γοητεύει στην υποκριτική είναι η διαδικασία της μεταμόρφωσης, οπότε σίγουρα θα τον ρωτούσα για τον τρόπο που λειτουργεί και αν μπορούσα να τον βλέπω από κάπου καθ’ όλη την περίοδο προετοιμασίας του για ένα ρόλο, θα το έκανα αναμφίβολα.
-Ποιος από τους ρόλους που έχεις ενσαρκώσει πιστεύεις πως είναι πιο κοντά στον πραγματικό σου χαρακτήρα;
-Πιο πολύ νιώθω πως υπάρχουν χαρακτήρες που καταλαβαίνω περισσότερο ή λιγότερο. Ο ρόλος που δουλεύω αυτήν την περίοδο, του Θωμά είναι αυτός που συναισθάνομαι περισσότερο.
Ο Θωμάς είναι ένα παιδί που δεν αντέχει την καταπίεση, ψάχνει τον εαυτό του και έχει τάσεις φυγής οι οποίες βρίσκουν διέξοδο στη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Ο Θωμάς πρεσβεύει την ανάγκη που έχουμε για αυτοπραγμάτωση και αυτό είναι ένα ζήτημα που με ενδιαφέρει πολύ.