Με τη δημοσιονομική  κατάσταση των ανεπτυγμένων χωρών να επιδεινώνεται αισθητά μετά την πανδημία, τα δημόσια χρέη στα υψηλότερα επίπεδα από το 1980 και το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων να ανεβαίνει ξανά τις τελευταίες εβδομάδες, η Capital Economics προειδοποιεί ότι οι «τιμωροί» (vigilantes) των ομολόγων καραδοκούν. Οι χώρες που θα δώσουν την εντύπωση ότι παρεκκλίνουν από την δημοσιονομική ορθότητα θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα επεισόδιο ανάλογο με τη μίνι δημοσιονομική κρίση που έπληξε τη Βρετανία πριν από δύο χρόνια κατά την πρωθυπουργία της Liz Truss, ή με αυτό που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990, τονίζει ο οίκος αναλύσεων.

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι αναλυτές της Capital Economics, τα στοιχεία του τελευταίου Fiscal Monitor του ΔΝΤ αποτελούν «τρομακτικό ανάγνωσμα». Τα δημοσιονομικά ισοζύγια των ανεπτυγμένων χωρών έχουν επιδεινωθεί κατά 2,5% του ΑΕΠ από το 2019. Στη Γαλλία, το έλλειμμα πρόκειται να φτάσει στο 6% του ΑΕΠ φέτος. Στις ΗΠΑ αναμένεται να ξεπεράσει και το 7% του ΑΕΠ.

Ως αποτέλεσμα, τα κρατικά χρέη είναι είτε στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί από το 1980 (όταν ξεκίνησε να παρακολουθεί τα στοιχεία αυτά το ΔΝΤ) ή κοντά σε αυτά σε όλες τις μεγάλες οικονομίες, πέραν της Γερμανίας.

Επιπλέον, η πρόβλεψη του ΔΝΤ για πιο ήπιους ρυθμούς αύξησης των χρεών τα επόμενα χρόνια, στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι κυβερνήσεις θα λάβουν μέτρα λιτότητας. Κάτι που με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών, μοιάζει περισσότερο με τον «θρίαμβο της ελπίδας έναντι της εμπειρίας», σημειώνει η Capital Economics.

Βέβαια, στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι κυβερνήσεις εκδίδουν χρέος στο εθνικό τους νόμισμα και οι κεντρικές τράπεζες στηρίζουν τα ομόλογα εάν χρειαστεί (η κατάσταση στην Ευρωζώνη είναι πιο πολύπλοκη, αλλά και πάλι, η ΕΚΤ λειτουργεί σαν ανάχωμα στην αγορά ομολόγων).

Επομένως, οι πιθανότητες μιας κανονικής κρατικής χρεοκοπίας είναι μικρές.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζουν κινδύνους. Το πρόβλημα, τονίζει η Capital Economics, προκύπτει όταν οι αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην δέσμευση μιας κυβέρνησης για δημοσιονομική ορθότητα.  Σε αυτή την περίπτωση, οι αποδόσεις των ομολόγων εκτινάσσονται απότομα, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να πάρει διορθωτικά μέτρα για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της και να αποτρέψει τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Αυτό συνέβη στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν το άλμα των αποδόσεων ανάγκασε τον Λευκό Οίκο να συσφίξει τη δημοσιονομική πολιτική. Μάλιστα τότε, ο σύμβουλος του Bill Clinton, James Carville, είχε πει ότι θα ήθελε στην επόμενη ζωή του να επιστρέψει σαν την αγορά των ομολόγων, «γιατί μπορείς να τρομάζεις του πάντες».

Το ίδιο συνέβη και στη Βρετανία πριν από δύο χρόνια, όταν το sell-off των  ομολόγων εξελίχθηκε σε κρίση, καθώς οι ζημιές στα συνταξιοδοτικά ταμεία πυροδότησαν έναν φαύλο κύκλο από margin calls και περαιτέρω ρευστοποιήσεων.

Όπως τονίζει η Capital Economics, το δύσκολο για τις κυβερνήσεις είναι να γνωρίζουν σε ποιο σημείο εξαντλείται η υπομονή της αγοράς ομολόγων. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη κόκκινη γραμμή, που αν την περάσουν, μια κρίση γίνεται αναπόφευκτη.

Αντ΄ αυτού, μια κυβέρνηση που ανεβάζει τις δαπάνες ή μειώνει τους φόρους την ώρα που η δημοσιονομική της κατάσταση είναι ήδη επισφαλής, ψάχνει για μπελάδες.

Όμως, το επεισόδιο της Truss στη Βρετανία δείχνει ότι και η εικόνα έχει σημασία: Η βίαιη αντίδραση των αγορών δεν ήταν το αποτέλεσμα μόνο των ίδιων των δημοσιονομικών μέτρων του Λονδίνου, αλλά και του τρόπο με τον οποίο ανακοινώθηκαν, ο οποίος έδωσε την εντύπωση μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης.

Αυτή τη φορά, η Capital Economics πιστεύει ότι η επανάληψη μιας τέτοιας κρίσης στη Βρετανία είναι απίθανη, παρότι ο προϋπολογισμός της Rachel Reeves αυξάνει τον δανεισμό, προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις. Με δεδομένο ότι τα μέτρα αυτά συνοδεύονται από δεσμεύσεις για δημοσιονομική πειθαρχία, οι αγορές δεν αναμένεται να ανησυχήσουν.

Οι ευάλωτες χώρες

Αντ΄ αυτού, οι πιο ευάλωτες χώρες θεωρούνται εκείνες των οποίων οι κυβερνήσεις παρεκκλίνουν από το αφήγημα της δημοσιονομικής ορθότητας.

Σύμφωνα με την Capital Economics, η πιο προφανής περίπτωση είναι εκείνη των ΗΠΑ, όπου μια νίκη Trump στις εκλογές θα έκανε πιθανότερο το σενάριο για μειώσεις φόρων, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή τους.

Ο οίκος εντοπίζει δημοσιονομικούς κινδύνους και στην Ευρώπη, ειδικά στη Γαλλία και την Ιταλία.

«Σε έναν κόσμο υψηλών και διευρυνόμενων ελλειμμάτων, ο κίνδυνος μιας λανθασμένης εκτίμησης από τις κυβερνήσεις είναι οξύς», καταλήγει η Capital Economics.

Διαβάστε ακόμη: