Παρά τις διαβεβαιώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ ότι οι όποιες αυξήσεις επιτοκίων θα είναι σταδιακές, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ανάπτυξη, οι αναλυτές ποντάρουν σε ολόενα και πιο αποφασιστική αύξηση του κόστους δανεισμού. Χαρακτηριστική είναι η νέα έκθεση της Capital Economics, η οποία επισημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν θα περιμένει για πολύ ακόμη.

Με τον πληθωρισμό να καλπάζει σε βαθμό, που προκαλεί τρόμο, τα γεράκια θα πάρουν για τα καλά το πάνω χέρι στην ΕΚΤ, πιστεύουν οι ειδικοί της CE και περιμένουν τρεις αυξήσεις επιτοκίων της τάξης των 0,25 μονάδων βάσης έκαστη, μέσα στο 2022. Αναμένουν δε ακόμη πέντε αυξήσεις επιτοκίων την επομενη χρονιά, με το καταθετικό επιτόκιο έτσι να σκαρφαλώνει από το -0,5% σήμερα στο +1,5% έως τα τέλη του 2023.

Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η Capital Economics προέβλεπε αύξηση του καταθετικού επιτοκίου στο μηδέν φέτος και περαιτέρω άνοδό του στο 0,5% έως τα τέλη του 2023. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος θεώρησε ότι η προσοχή της ΕΚΤ θα στραφεί περισσότερο στους κινδύνους για την ανάπτυξη, παρά στον πληθωρισμό και έτσι αναθεώρησε τις εκτιμήσεις, κάνοντας λόγο για πιο σταδιακές επιτοκιακές αυξήσεις.

Τα δεδομένα για τον πληθωρισμό όμως έρχονται να ανατρέψουν τα πάντα. Οι αναλυτές δεν βλέπουν πλέον άλλον δρόμο από μία ταχύτερη επιστροφή σε «σφιχτή» νομισματική πολιτική.

Τα προκαταρκτικά στοιχεία του Μαρτίου έδειξαν ότι ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 9,8% στην Ισπανία και στο 7,6% στη Γερμανία. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν πολύ υψηλότερος των προβλέψεων. Υπολογίζεται έτσι την Παρασκευή τα στοιχεία της Eurostat θα δείξουν ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη σκαρφάλωσε στο 7,5% τον Μάρτιο και ο δομικός πληθωρισμός (εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας) στο 3,5% από 2,7% τον Φεβρουάριο.

Η Capital Economics προειδοποιεί για περαιτέρω δυσάρεστες εκπλήξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού. Το εκρηκτικό κόστος των πρώτων υλών, περιλαμβανομένων των καυσίμων και των λιπασμάτων, θα συνεχίσει να γίνεται ορατό στις τιμές στα ράφια των καταστημάτων.

Υπό τις συνθήκες αυτές η ΕΚΤ πιθανότατα θα δώσει οριστικό τέλος στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων τον Ιούνιο και θα αυξήσει το καταθετικό επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο. Θα ακολουθήσουν ακόμη δύο αυξήσεις, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο για το 2022.