Χιλιάδες διαδηλωτές ξεχύθηκαν το σαββατοκύριακο στους δρόμους της Τουρκίας, μετά τη φυλάκιση του Εκρέμ Ιμάμογλου, δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και βασικού αντιπάλου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η διεθνής αντίδραση, ωστόσο, υπήρξε αισθητά περιορισμένη. Με την Ουάσιγκτον και την Ευρώπη απορροφημένες από κρίσιμες γεωπολιτικές προκλήσεις, ο Ερντογάν ποντάρει για άλλη μια φορά στη στρατηγική του αξία ως παίκτης-κλειδί, από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.

Παρά κάποιες μεμονωμένες φωνές εντός της Ευρώπης, η παγκόσμια αντίδραση για τη σύλληψη του Ιμάμογλου ήταν αναιμική. Ο απερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας χαρακτήρισε την κράτησή του «αποθαρρυντική», ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ την απέδωσε σε «εσωτερική υπόθεση».

Η τουρκική κυβέρνηση διατείνεται πως οι εισαγγελικές αρχές δρουν ανεξάρτητα από πολιτικές πιέσεις. Ωστόσο, η σύλληψη ενός τόσο προβεβλημένου αντιπάλου, ο οποίος θεωρείται ικανός να νικήσει τον Ερντογάν στις επόμενες εκλογές, δεν έχει προηγούμενο.

Ο Ιμάμογλου, ηγετική μορφή του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), συνελήφθη την περασμένη Τετάρτη, μία μέρα αφότου του αφαιρέθηκε το πτυχίο πανεπιστημίου — προαπαιτούμενο για να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία. Κατηγορείται για διαφθορά, κάτι που ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά.

Ο 54χρονος πολιτικός απέκτησε εμβληματικό χαρακτήρα μετά τη νίκη του στις δημοτικές εκλογές του 2019 επί του εκλεκτού του Ερντογάν, επαναλαμβάνοντας την επιτυχία του και πέρυσι, γεγονός που επέφερε ένα πρωτοφανές πλήγμα στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).

Σε δήλωσή του μετά τη σύλληψη, τόνισε:

«Μαζί θα απομακρύνουμε αυτό το μαύρο στίγμα από τη δημοκρατία μας. Στέκομαι όρθιος, δεν θα υποκύψω ποτέ».

Το σκάκι του Ερντογάν και η ανοχή της Δύσης

Ο πρόεδρος της Τουρκίας φαίνεται να έχει εκτιμήσει πως η αυξημένη στρατηγική σημασία της χώρας του υπερισχύει των ελλείψεων στη δημοκρατική διακυβέρνησή της. Προς το παρόν, η στρατηγική αυτή αποδίδει, παρά την αποστασιοποίηση των επενδυτών, η οποία θέτει σε κίνδυνο τις προσπάθειες οικονομικής ανάκαμψης.

Η συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία καθιστά την Τουρκία παράγοντα ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η στρατιωτική ισχύς της και οι αμυντικές της δυνατότητες την καθιστούν σημαντικό εταίρο, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ επανεξετάζει τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης.

Ο Ερντογάν έχει προσφερθεί να στείλει ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία, μια πρόταση που η Ρωσία δεν έχει απορρίψει πλήρως, υπό την προϋπόθεση να μην εμπλακούν στρατεύματα του ΝΑΤΟ.

Ταυτόχρονα, η Άγκυρα έχει παρουσιάσει σχέδιο για την ανάληψη ρόλου σταθεροποίησης στη Συρία, ώστε να αποδεσμευθούν αμερικανικές δυνάμεις για άλλες προτεραιότητες.

Στην πρόσφατη επικοινωνία του με τον Τραμπ, ο Ερντογάν ζήτησε άρση των κυρώσεων στις τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες και επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35.

«Το περιβάλλον είναι ευνοϊκό για τον Ερντογάν. Είναι ένας οξυδερκής αναγνώστης της εποχής», δήλωσε ο πολιτικός αναλυτής Σονέρ Τσαγαπτάι. «Δεν αναμένω ουσιαστική αντίδραση από Ευρώπη ή ΗΠΑ».

Η οικονομία ως τελευταίο ανάχωμα

Την ίδια ώρα, η οικονομία ίσως αποτελεί τον μοναδικό ουσιαστικό περιορισμό στις φιλοδοξίες του Ερντογάν. Η επενδυτική ανασφάλεια μετά τη σύλληψη του Ιμάμογλου είχε άμεσο αντίκτυπο: αύξηση του κόστους δανεισμού, πτώση του χρηματιστηρίου και διολίσθηση της λίρας κατά 3%. Η Κεντρική Τράπεζα επενέβη άμεσα, με τις εμπορικές τράπεζες να πωλούν πάνω από 9 δισ. δολάρια για να περιορίσουν την πίεση στο νόμισμα.

Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τον πληθωρισμό που εξακολουθεί να κινείται στο 40%, η κυβέρνηση κατάφερε πρόσφατα να σταθεροποιήσει τα αποθεματικά χάρη στην αλλαγή πολιτικής μετά τις εκλογές του 2023. Η επιστροφή του πρώην υπουργού Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ και η αύξηση των επιτοκίων στο 50% είχαν φέρει ελπίδες εξισορρόπησης.

Ωστόσο, η νέα πολιτική κρίση απειλεί να ανατρέψει αυτή την εύθραυστη ισορροπία. Όπως σχολίασε ο Τσαγαπτάι, «μόνο μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις και οι αγορές — ο ένας τομέας στον οποίο ο Ερντογάν δεν έχει έλεγχο — μπορούν να τον αναγκάσουν να αλλάξει πορεία».

Διαβάστε ακόμη: