Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να καθυστερήσει την τελική μείωση των επιτοκίων της μέχρι τον Δεκέμβριο, χωρίς αυτό να εκληφθεί από τους επενδυτές ως σημάδι ότι η νομισματική χαλάρωση έχει ολοκληρωθεί, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Bloomberg σε οικονομολόγους.
Η πλειονότητα εξακολουθεί να εκτιμά πως η τελευταία μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης, στο 1,75%, θα πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο, αφού προηγηθεί μία παύση στην επερχόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ. Την ίδια στιγμή, οι μισοί συμμετέχοντες στην έρευνα προβλέπουν ότι η τράπεζα μπορεί να παραμείνει αδρανής για τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις, χωρίς αυτό να προκαλέσει ανησυχία στις αγορές πως η πολιτική χαλάρωσης έχει σταματήσει. Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σε σχέση με προηγούμενες έρευνες, λόγω της αυξανόμενης αβεβαιότητας σε παγκόσμιο εμπορικό επίπεδο.
Η επιλογή να παραταθεί το διάστημα έως την επόμενη μείωση έχει ήδη υπονοηθεί από αξιωματούχους της ΕΚΤ, με επικεφαλής την πρόεδρο Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία δήλωσε ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε «καλή θέση» για να ανταποκριθεί σε πιθανές προκλήσεις τόσο στην ανάπτυξη όσο και στον πληθωρισμό. Ωστόσο, πέρα από το καλοκαίρι, οι απόψεις διίστανται και η συναίνεση εξασθενεί.
Ενώ το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου Ιζαμπελ Σνάμπελ θεωρεί ότι ο πήχης για μια ακόμη μείωση είναι «πολύ υψηλός», ο Ολι Ρεν της Φινλανδίας και ο Φρανσουά Βολερουά ντε Γκαλό της Γαλλίας ανησυχούν ότι η αύξηση των τιμών θα υπολείπεται του 2%, ιδίως αν το ευρώ ενισχυθεί περισσότερο έναντι του δολαρίου.
Η απόφαση του Ιουλίου «αναμένεται να είναι σχετικά απλή, με τα περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να υποστηρίζουν πιθανότατα τη διατήρηση των επιτοκίων», δήλωσε ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, ανώτερος οικονομολόγος της ευρωζώνης στην HSBC. «Ενώ κάποιοι θα το εκλάβουν αυτό ως παύση, άλλοι θα το δουν ως το τέλος του κύκλου μείωσης. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιες συζητήσεις σχετικά με την πορεία των επιτοκίων μετά τον Ιούλιο».
Περίπου το ένα τέταρτο των συμμετεχόντων στην έρευνα εκτιμά ότι η ΕΚΤ έχει ήδη τελειώσει με τη μείωση των επιτοκίων. Σχεδόν οι μισοί προβλέπουν μια τελευταία κίνηση τον Σεπτέμβριο, ενώ το 21% βλέπει να φτάνει τον Δεκέμβριο.
Αυτός είναι ο μήνας κατά τον οποίο ο Μαριάνο Βαλντεράνα, επικεφαλής οικονομολόγος της Intermoney, προβλέπει την πρώτη αύξηση. Αν και η δική του έκκληση για αύξηση των επιτοκίων είναι η πιο πρώιμη, περίπου ένας στους πέντε ερωτηθέντες αναμένει μια αύξηση πριν από το τέλος του 2026.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υιοθετεί στάση αναμονής ενόψει της συνεδρίασης του Ιουλίου, όμως αναλυτές του Bloomberg Economics εκτιμούν ότι θα προχωρήσει σε νέες μειώσεις επιτοκίων τον Σεπτέμβριο και πιθανόν τον Δεκέμβριο. «Η ΕΚΤ παρακολουθεί και περιμένει», σχολίασε ο Ντέιβιντ Πάουελ, ανώτερος οικονομολόγος για την ευρωζώνη, προβλέποντας ότι η επικείμενη συνεδρίαση της 24ης Ιουλίου θα έχει ανάλογη φρασεολογία με αυτή του Ιουνίου, χωρίς δεσμεύσεις, αλλά με ανοιχτή την πόρτα για περαιτέρω χαλάρωση.
Το μέλλον της νομισματικής πολιτικής, όμως, δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις εσωτερικές οικονομικές συνθήκες. Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, ο βασικός παράγοντας αβεβαιότητας παραμένει η εξωτερική πολιτική και γεωπολιτική, και κυρίως η πορεία των εμπορικών συνομιλιών ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε ότι πλησιάζει σε συμφωνία, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απείλησε με δασμούς 30%, ανεβάζοντας το γεωπολιτικό θερμόμετρο.
Η Τζούλι Ιόφε, στρατηγική αναλύτρια της TD Securities, σημειώνει ότι η πορεία των διαπραγματεύσεων είναι «το πιο κρίσιμο στοιχείο», καθώς μπορεί να ανατρέψει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη σταθερότητα της εσωτερικής ζήτησης και την πίεση από το εξωτερικό περιβάλλον. Δεδομένου ότι δεν αναμένεται συμφωνία μέχρι τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν θα μπορούν να σηματοδοτήσουν με σαφήνεια αν απαιτείται νέα μείωση ή αν έχει επιτευχθεί το κατώτατο όριο του επιτοκίου.
«Η βασική πρόκληση», τονίζει ο Τζάσι Χιλχάλεν της SEB, «είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να κατευθυνθούν οι αγορές είτε προς την προσδοκία νέας μείωσης είτε προς την εντύπωση ότι ο κύκλος έχει κλείσει». Η ισορροπία ανάμεσα στην καθοδήγηση και τη στρατηγική ασάφεια αποτελεί το στοίχημα της Φρανκφούρτης.
Οι αγορές, πάντως, εμφανίζονται επιφυλακτικές: η πιθανότητα μείωσης επιτοκίων τον Σεπτέμβριο αποτιμάται κάτω του 50%, ενώ μια μείωση μέχρι το τέλος του έτους θεωρείται σχεδόν βέβαιη.
Τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ θα έχουν στη διάθεσή τους ανανεωμένες οικονομικές προβλέψεις για την ευρωζώνη των 20 χωρών, οι οποίες θα καθορίσουν το επόμενο βήμα στη νομισματική στρατηγική. Στην πιο πρόσφατη πρόβλεψή της τον Ιούνιο, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2% το 2027, με το 2026 να προηγείται με μέσο ρυθμό μόλις 1,6%.
Σύμφωνα με αναλυτές, οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις του Ιουνίου φαίνονται επί του παρόντος ισορροπημένοι. Ωστόσο, δεν υπάρχει σαφής συναίνεση για την κατεύθυνση της απόκλισης: οι γνώμες διίστανται ως προς το αν είναι πιθανότερη μια θετική ή αρνητική έκπληξη όσον αφορά τον πληθωρισμό.
Ο Ντένις Σεν, οικονομολόγος της Scope Ratings, επισημαίνει πως «οι καθοδικοί κίνδυνοι είναι ενδεχομένως ισχυρότεροι βραχυπρόθεσμα, ενώ οι ανοδικοί κίνδυνοι ενδέχεται να υπερισχύσουν στη μεσοπρόθεσμη προοπτική». Όπως εξηγεί, τα φθηνά αγαθά από την Κίνα και άλλες αγορές που πλήττονται από τους αμερικανικούς δασμούς ίσως καταλήξουν στην Ευρώπη, μειώνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα, η ισχυροποίηση του ευρώ λειτουργεί αποπληθωριστικά, μειώνοντας το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων.
Το ισχυρό ευρώ πονοκέφαλος για τη Φρανκφούρτη
Παρά τις πρόσφατες απώλειες, το ευρώ έχει ενισχυθεί κατά σχεδόν 12% έναντι του δολαρίου το 2025, με την ισοτιμία να κινείται κοντά στο 1,16. Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, προειδοποίησε σε συνέντευξή του στο Bloomberg ότι το όριο των 1,20 δολαρίων, που δεν έχει καταγραφεί εδώ και περισσότερα από τέσσερα χρόνια, μπορεί να αποτελέσει σημείο πίεσης για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ωστόσο, η αγορά δείχνει μεγαλύτερη ανοχή στην άνοδο του ευρώ. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μόλις το 25% των αναλυτών συμφωνεί με τον Γκίντος, ενώ οι περισσότεροι θεωρούν ανεκτές ισοτιμίες έως και 1,35 δολάρια. Πολλοί μάλιστα επισημαίνουν ότι ο ρυθμός ανατίμησης του ευρώ έχει μεγαλύτερη σημασία από το απόλυτο επίπεδο της ισοτιμίας όταν εξετάζεται η επίδρασή του στον πληθωρισμό.
Και ενώ οι πληθωριστικοί κίνδυνοι από το εξωτερικό δείχνουν να αποκλιμακώνονται, οι ανοδικοί κίνδυνοι παραμένουν στο τραπέζι – ιδίως εάν η ισοτιμία σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα ή οι γεωπολιτικές εντάσεις αναζωπυρώσουν τις τιμές στην ενέργεια και τις εισαγωγές.
«Οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες ενέχουν τον κίνδυνο να διατηρήσουν τον δομικό πληθωρισμό πάνω από τα επίπεδα-στόχους», δήλωσε ο Σιλβέν Μπρουαγιέ, οικονομολόγς της S&P Global Ratings. «Η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να υποθέσει ότι ο δομικός πληθωρισμός θα επιστρέψει εύκολα και θα παραμείνει στο στόχο του τα επόμενα χρόνια».
Διαβάστε ακόμη:
- Η Ντεζιρέ Ινγκλαντέρ «ανέβασε» τη θερμοκρασία με τις καλοκαιρινές της πόζες
- Ένα ελληνικό νησί στη λίστα με τους ονειρικούς προορισμούς του κόσμου για το 2025
- iPhone 17: Η ημερομηνία κυκλοφορίας και τα χρώματα του νέου smartphone της Apple
- Ένα στα τρία νοικοκυριά στην Ελλάδα αδυνατεί να καλύψει το κόστος στέγασης