Προβληματισμός έχει αρχίσει να επικρατεί πάλι για τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχουν στην οικονομία, αφενός οι υγειονομικές εξελίξεις λόγω της έξαρσης της πανδημίας, αφετέρου οι πληθωριστικές πιέσεις εξαιτίας κυρίως των εισαγόμενων ανατιμήσεων σε καύσιμα και ενέργεια. Ωστόσο, οι θετικές εξελίξεις από τις Βρυξέλλες, ήρθαν να τονώσουν την αισιοδοξία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές οικονομικές της προβλέψεις, και σε ότι αφορά την ελληνική οικονομία, εκτιμά ότι θα παρουσιάσει ισχυρή ανάπτυξη 7,1% το 2021 και 5,2% το 2022.Αυτό σημαίνει ότι, η Κομισιόν αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις της για το 2021, σε σύγκριση με αυτές του Ιουλίου (4,3%) και ελαφρώς προς τα κάτω για το 2022 (6%).

Όπως δήλωσε και ο επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στις Βρυξέλλες, παρουσιάζοντας τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένει ισχυρή τουλάχιστον και για το 2022. Σύμφωνα με τον κοινοτικό επίτροπο, το υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με διαφορετικούς παράγοντες, όπως: την πολύ θετική προοπτική για τα βασικά στοιχεία της ζήτησης, κυρίως της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου και την πολύ καλή ανάκαμψη στον τουρισμό, που είναι πολύ σημαντική για την ελληνική οικονομία.

Ενίσχυση των εξαγωγών

Οι προβλέψεις της Κομισιόν έφεραν φυσικά χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, στο οποίο οι εξελίξεις στα “μέτωπα” της πανδημίας και του πληθωρισμού έχουν σημάνει συναγερμό. Σε σχετική δήλωση, ο υπουργός Οικονομικών κ. Χ. Σταϊκούρας υποστήριξε ότι, οι Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την ορθότητα και αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας. Η χώρα ανακάμπτει ισχυρά και αναπτύσσεται βιώσιμα, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές ενισχύονται σημαντικά, η ανεργία συρρικνώνεται, τα ταμειακά διαθέσιμα διατηρούνται σε ασφαλή επίπεδα, η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών γίνεται με υπευθυνότητα.

Ειδικότερα, οι προβλέψεις:

1ον. Επιβεβαιώνουν ότι η ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας θα είναι ισχυρή και διατηρήσιμη, πολύ ισχυρότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
2ον. Επιβεβαιώνουν ότι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης είναι βιώσιμος, αφού εδράζεται, κυρίως, στη σημαντική αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών. Συγκεκριμένα, η χώρα μας εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει διψήφια αύξηση των επενδύσεων το 2021 και το 2022, τη δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη. Παράλληλα, προβλέπεται να εμφανίσει το υψηλότερο ποσοστό αύξησης των εξαγωγών, το 2021, το 2022 και το 2023, πανευρωπαϊκά.

3ον. Επιβεβαιώνουν ότι η ανεργία έχει συρρικνωθεί σημαντικά την τελευταία διετία, παρά την πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, και προβλέπεται να συνεχίσει να αποκλιμακώνεται.

4ον. Επιβεβαιώνουν ότι ο ετήσιος πληθωρισμός, τόσο το 2021 όσο και το 2022, προβλέπεται να παραμείνει στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ευρώπης. Συνεπώς, παρά την παρατεταμένη αβεβαιότητα και τις νέες προκλήσεις, η Ελληνική οικονομία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα και δυναμική.

Οι παρατηρήσεις της Κομισιόν

Αναλυτικότερα, και σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κερδίζει έδαφος, κυρίως λόγω της εγχώριας ζήτησης και της καλύτερης από το αναμενόμενο τουριστικής σεζόν. Ο αντίκτυπος της πανδημίας αναμένεται να αμβλυνθεί σταδιακά, ενώ η διευκολυντική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με την ισχυρή ώθηση από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πρόκειται να διατηρήσουν τη δυναμική στο μέλλον. Τα μέτρα στήριξης έκτακτης ανάγκης προσαρμόζονται στις εξελισσόμενες ανάγκες της οικονομίας και αναμένεται να καταργηθούν σε μεγάλο βαθμό έως το τέλος του 2021, υποστηρίζοντας τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης.

Το δεύτερο τρίμηνο του 2021 η ελληνική οικονομία ανέκαμψε σημαντικά κατά 3,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Το πραγματικό ΑΕΠ έφτασε στα προπανδημικά επίπεδα το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Η ανάκαμψη οφείλεται στην εγχώρια ζήτηση, ιδίως στις επενδύσεις, και στη συσσώρευση αποθεμάτων, ενώ η συνεχιζόμενη δημοσιονομική τόνωση διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη στήριξη της οικονομίας. Οι αρχές συνεχίζουν να παρέχουν στοχευμένη και προσωρινή στήριξη στην οικονομία, ιδίως για τη διατήρηση της απασχόλησης. Το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε το καλοκαίρι, υποστηριζόμενο και από περισσότερες προσλήψεις στον τουριστικό τομέα.

Η οικονομική δραστηριότητα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 αναμένεται επίσης να υποστηριχθεί από την έναρξη υλοποίησης έργων που παρουσιάζονται στο σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Συνολικά, το ΑΕΠ προβλέπεται να ανακάμψει κατά 7,1% το 2021 και να αυξηθεί κατά 5,2% και 3,6% το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. Η ανάπτυξη το 2022 και το 2023 αναμένεται να οδηγηθεί από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς η ανάπτυξη έργων στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να διατηρήσει τη δυναμική.

Στήριξη από τον εξωτερικό τομέα

Σε ό,τι αφορά τον εξωτερικό τομέα, η επαναλειτουργία του τουρισμού νωρίτερα τον Μάιο, υποστηριζόμενη αργότερα από την άρση των περιορισμών κινητικότητας σε ολόκληρη την Ε.Ε. κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κατάφερε να στηρίξει τις εξαγωγές στον τομέα των υπηρεσιών. Μαζί με τα κέρδη του μεριδίου αγοράς για τις εξαγωγές ελληνικών αγαθών, ο εξωτερικός τομέας αναμένεται να συνεχίσει να παρέχει στήριξη στην ανάπτυξη στο μέλλον. Τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης αναμένεται να συνεχίσουν να βοηθούν την απασχόληση σε ευάλωτους τομείς, ενώ η ανάκαμψη της οικονομίας αναμένεται να επιταχύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να μειωθεί στο 15,3% το 2021 και να συνεχίσει την πτώση του στο 15,0% και 14,5% το 2022 και το 2023 αντίστοιχα.

Οι πληθωριστικές πιέσεις και το δημοσιονομικό «μέτωπο»

Η Κομισιόν εξάλλου σημειώνει στην έκθεσή της, ότι παρά την τρέχουσα αύξηση των τιμών της ενέργειας, ο συνολικός πληθωρισμός είναι πιθανό να παραμείνει ελαφρώς θετικός το 2021, σε μεγάλο βαθμό λόγω της χαμηλής ζήτησης κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ο πληθωρισμός αναμένεται να κορυφωθεί το 2022, φθάνοντας στο 1,0%, επίσης λόγω της προβλεπόμενης ενίσχυσης της ζήτησης για υπηρεσίες. Καθώς οι παροδικές επιπτώσεις των τιμών της ενέργειας εξασθενούν, ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει στο 0,4% το 2023.

Αβέβαιη η εξέλιξη της πανδημίας

Οι προβλέψεις της Επιτροπής εξακολουθούν να υπόκειται σε κινδύνους, ιδίως σε σχέση με την αβέβαιη εξέλιξη της πανδημίας και τις πιθανές επιπτώσεις της στον τουριστικό τομέα, ή τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από τον μεγάλο αριθμό μέτρων έκτακτης ανάγκης που επεκτάθηκαν στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό αφορά επίσης τον ρυθμό με τον οποίο καταργούνται σταδιακά τα προγράμματα στήριξης της απασχόλησης. Οι εξωτερικοί γεωπολιτικοί παράγοντες παραμένουν, επίσης, πηγή αβεβαιότητας.

Στο δημοσιονομικό “μέτωπο” η Κομισιόν σημειώνει ότι, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας αναμένεται στο (-9,9%) του ΑΕΠ το 2021 λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων της οικονομικής ύφεσης και του κόστους των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορωνοϊού. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των μέτρων αναμένεται να φθάσει το 6,5% του ΑΕΠ το 2021 και τα περισσότερα από αυτά αναμένεται να καταργηθούν σταδιακά μέχρι το τέλος του έτους. Το κόστος των μέτρων ανακούφισης και στήριξης που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των εκτεταμένων δασικών πυρκαγιών τον Αύγουστο συμβάλλει περαιτέρω στο έλλειμμα. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσης μέτρα για την εξουδετέρωση των επιπτώσεων της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας, η οποία θα συνδυαστεί με τα αυξημένα έσοδα του λογαριασμού του συστήματος εμπορίας εκπομπών που προορίζονται για δαπάνες που σχετίζονται με την ενέργεια.

Το έλλειμμα

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί στο (-3,9%) του ΑΕΠ το 2022 και στο (-1,1%) το 2023. Η βελτίωση οφείλεται κυρίως στην οικονομική ανάκαμψη και ενισχύεται από τη σταδιακή κατάργηση των περισσότερων έκτακτων μέτρων. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των μέτρων στήριξης που εγκρίθηκαν το 2021 και παρατάθηκαν έως το 2022 είναι 1,5% του ΑΕΠ και συγκεκριμένα: χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, αναστολή του φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, παράταση του προγράμματος επιδότησης προσλήψεων και μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ για εισιτήρια μεταφοράς, ποτών και κινηματογράφου έως τα μέσα του 2022.

Οι προβλέψεις της Επιτροπής λαμβάνουν υπόψη το πρόσθετο πακέτο μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση με αναμενόμενο ετήσιο κόστος περίπου 0,1% του ΑΕΠ. Η απόφαση της κυβέρνησης να προεφοδιάσει μέρος των παραδόσεων του προγράμματος αμυντικών δαπανών από την περίοδο 2023-2025 έως το 2022 επιφέρει, επίσης, επιδείνωση του ισοζυγίου κατά 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Η οικονομική ανάκαμψη και η λήξη των έκτακτων μέτρων αναμένεται να μειώσει περαιτέρω το ονομαστικό έλλειμμα στο 1,1% του ΑΕΠ το 2023. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 203% του ΑΕΠ το 2021 και να μειωθεί περαιτέρω σε περίπου 197% το 2023, υποστηριζόμενο από την οικονομική ανάκαμψη.

Η ενεργοποίηση των κρατικών εγγυήσεων

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί. Η πιθανή ενεργοποίηση των κρατικών εγγυήσεων που εκδίδονται ως μέρος των μέτρων στήριξης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του δημοσιονομικού κόστους. Επιπρόσθετους κινδύνους εγκυμονούν οι δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου και η εκκρεμής απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αναδρομική αποζημίωση για περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και τα εποχικά επιδόματα. Περαιτέρω κίνδυνοι σχετίζονται με τη στατιστική ταξινόμηση πρόσφατων ή προγραμματισμένων ρυθμίσεων χρηματοοικονομικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος πώλησης και μίσθωσης για ακίνητα που ανήκουν σε ευάλωτους οφειλέτες.

Οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάκαμψη

 Με βάση όλες τις προβλέψεις λοιπόν, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην κορυφή ενός ιδιαίτερα ισχυρού κύματος ανάκαμψης, σε συνέχεια της ιδιαίτερα βαθιάς ύφεσης του προηγούμενου έτους και εν μέσω μιας γενικής θετικής τάσης στην παγκόσμια οικονομία. Σχετικά το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι το ζητούμενο είναι η ανάκαμψη που σημειώνεται σήμερα να αποκτήσει χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης, με διάρκεια, ειδικά υπό το πρίσμα της εξόδου της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία το 2023.

Η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης

Μεταξύ των προϋποθέσεων για να συμβεί αυτό, το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι η αποτελεσματική απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και του ΕΣΠΑ θα βοηθήσει ώστε να καλυφθεί ένα τεράστιο επενδυτικό κενό των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα. Αποτελεί μια αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη. Οι μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που αποτελούν την ικανή συνθήκη για να αποκτήσει η σημερινή ανάκαμψη χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης. Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, εφαρμόζοντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να ενισχύσουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας.

Υπάρχουν ωστόσο ακόμη κάποια σημαντικά εμπόδια για να επιτευχθεί σταθερή και ισχυρή ανάπτυξη.

Η εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων, ειδικότερα στους τομείς της Παιδείας, της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Διοίκησης, θα ενισχύσει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου κάνοντας πιο αποτελεσματικές τις επενδύσεις. Η κυβέρνηση δεν είναι μόνη της στην προσπάθεια αυτή. Έχοντας μαζί της ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που ζητά αλλαγές, καλείται να μην διαψεύσει τις προσδοκίες της. Εκατομμύρια γονείς ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα του σχολείου που στέλνουν τα παιδιά τους και χιλιάδες εκπαιδευτικοί, παρά τις επιδιώξεις των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών, θα ήθελαν να γνωρίζουν τις προτιμήσεις των γονέων και των παιδιών, δηλαδή των καταναλωτών της υπηρεσίας που παρέχουν.

Εκατομμύρια πολίτες και εκατοντάδες επενδυτές ενδιαφέρονται να διεκπεραιώνουν γρήγορα τις υποθέσεις τους χωρίς άσκοπες μετακινήσεις και ανώφελες δαπάνες. Είναι απαραίτητη μια καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης στο Δημόσιο αλλά και μια εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος αξιολόγησης των δικαστών που θα στηρίζεται στις επιδόσεις τους και μόνο σε αυτές.

Ανασταλτικός παράγοντας τα δάνεια

Επιπλέον το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων στο σύνολο των δανείων παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πιστωτική επέκταση, ιδίως προς τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν σημαντικά, καθώς, σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2016, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει μειωθεί κατά 50% και πλέον, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων με αξιοποίηση του Προγράμματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού («Ηρακλής»).

Οι τράπεζες εξάλλου, κατόρθωσαν να μηδενίσουν την εξάρτησή τους από τον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) και ανέκτησαν την πρόσβαση στις αγορές χονδρικής χρηματοδότησης, εκδίδοντας μη καλυμμένες ομολογίες υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και κεφαλαιακά μέσα. Δύο συστημικές τράπεζες επίσης προσέφυγαν στις αγορές κεφαλαίων και πραγματοποίησαν με επιτυχία αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2021. Επί του παρόντος, οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που τους επιτρέπουν να χορηγήσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία.

Καθοριστικό το διεθνές περιβάλλον

Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ επισημαίνει μεταξύ άλλων, ότι η πορεία της οικονομίας κατά την επόμενη δεκαετία θα εξαρτηθεί τόσο από σειρά κρίσιμων παραγόντων στο διεθνές περιβάλλον όσο και από την εγχώρια οικονομική πολιτική. Η μακροχρόνια τάση της ελληνικής οικονομίας, με τα προ πανδημίας δεδομένα, ήταν για ετήσια μεγέθυνση περίπου 1%. Αυτός ο ρυθμός μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά τα επόμενα 2 ή 3 χρόνια από τη θετική συγκυρία και ειδικότερα μέσω της μείωσης της ανεργίας και του επενδυτικού κενού.

Ακόμη όμως και να συνυπολογιστεί η θετική επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης και της εισροής άλλων πόρων, η τελική επίδραση – μόνο με χρήση περισσότερου κεφαλαίου και εργασίας – θα εξασθενίσει προς ένα 2% ως μέσο όρο της δεκαετίας. Υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, θα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη που θα προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και τον δημόσιο τομέα. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι αναγκαία για τη σύγκλιση της οικονομίας μας με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και για την τοποθέτησή της σε θετική τροχιά που δεν θα επιτρέπει κρίσεις χρηματοδότησης στο ορατό μέλλον.