Η AppleTV+ παρουσιάζει μέσα από μια νέα σειρά, την ιστορία του Ανταμ Νιούμαν και της εταιρείας του WeWork. Δείχνει αναλυτικά την τεράστια οικονομική επιτυχία της εταιρείας και την πτώση της που οδήγησε τελικά στην αποπομπή του ίδιου από τα ηνία της.

Στον ρόλο του Νιούμαν εμφανίζεται ο Τζάρεντ Λέτο και στον ρόλο της γυναίκας του Ρεμπέκα, η Αν Χάθαγουεϊ. Η σειρά με τίτλο «WeCrashed», θα κάνει πρεμιέρα στις 18 Μαρτίου.

«Εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα και με μια ιστορία αγάπης στο επίκεντρο. Η WeWork εξελίχθηκε από έναν απλό χώρο εργασίας σε έναν παγκόσμιο κολοσσό αξίας 47 δισ. δολαρίων μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία. Μετά, σε λιγότερο από έναν χρόνο, η αξία της έπεσε κατακόρυφα. Τι συνέβη». Μείνετε συντονισμένοι», γράφει η σύνοψη.

Η σειρά «WeCrashed»  θα εστιάσει περισσότερο στην ιστορία του πρώην ηγέτη και της γυναίκας του. Οι οποίοι είναι ακόμα πολύ νέοι, πολύ φιλόδοξοι και αρκετά πλούσιοι για να θελήσουν να αποσυρθούν σε μια γωνιά και να αναπολούν τις μέρες δόξας.

Ποιος ήταν ο Ανταμ Νιούμαν

Ο Ανταμ Νιούμαν γεννήθηκε το 1979 κάπου στο Ισραήλ. Ο μύθος λέει ότι οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 7 ετών. Ο ίδιος μέχρι τα 22 του είχε αλλάξει 13 σπίτια και ότι κάποια χρόνια από τη ζωή του τα είχε περάσει σε κιμπούτζ, επομένως η συλλογικότητα του ήταν οικεία έννοια.

Στην αρχή της δεκαετία του 2000, βρέθηκε να κυκλοφορεί στους δρόμους της Νέας Υόρκης, έχοντας μόλις αφήσει στη μέση ένα πρόγραμμα επιχειρηματικών σπουδών στο Μπάρουτς Κόλετζ.

Όπως θα ομολογούσε ο ίδιος σε μία από τις εκατοντάδες ομιλίες του το 2017, το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητικών του χρόνων το είχε περάσει κάνοντας παρέα με club promoters για να πίνει δωρεάν ποτά και να κυνηγάει γυναίκες.

Η καριέρα του ως γυναικοκατακτητή έληξε οριστικά το 2007, όταν βρέθηκε μπροστά στη Ρεμπέκα Πάλτροου, πρώτη εξαδέλφη της Γκουίνεθ, δασκάλα της γιόγκα και περιστασιακή ηθοποιό. Ο Νιούμαν θα περιέγραφε αργότερα πολύ γλαφυρά την πρώτη τους γνωριμία:

«Μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά -αν και στην πραγματικότητα ήταν 10 δευτερόλεπτα- εκείνη με κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια και μου είπε: “Φίλε μου, είσαι ο βασιλιάς της μπουρδολογίας. Κάθε μία από τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα σου είναι ψεύτικη”».

Παντρεύτηκαν το 2008 και έκαναν πέντε παιδιά. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον Μιγκέλ ΜακΚέλβι, έναν τύπο που είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια από πέντε γυναίκες, Σύντομα ο Νιούμαν και ο ΜακΚέλβι συνέλαβαν τη μεγάλη ιδέα: Να δημιουργήσουν έναν ευέλικτο κοινόχρηστο χώρο εργασίας για νέες επιχειρήσεις όπου οι αξίες της κοινότητας και οι κοινόχρηστοι πόροι θα ωφελούσαν όλους τους συμμετέχοντες.

Άνταμ Νιούμαν: Πως από δισεκατομμυριούχος έμεινε στον άσσο

Τα γραφεία της WeWork στο Μπρούκλιν

Το εγχείρημα το ονόμασαν WeWork και τον πρώτο χώρο τους τον άνοιξαν σε ένα κτίριο στο Σόχο της Νέας Υόρκης. Η πρώτη μεγάλη επενδύτρια ήταν η Ρεμπέκα, η οποία έβαλε στην εταιρεία όλα τα χρήματα της κληρονομιάς της και έγινε η τρίτη συνέταιρος. Το ημερολόγιο έγραφε 2010. Το κόνσεπτ ήταν φρέσκο και εξαιρετικά βολικό για νέες επιχειρήσεις που δεν είχαν αρκετά χρήματα ακόμα για να αγοράσουν ή να νοικιάσουν τον αποκλειστικά δικό τους χώρο.

Ο Νιούμαν και ο ΜακΚέλβι ήταν πρόθυμοι να τους δίνουν επιχειρηματικές συμβουλές και να τους βοηθούν να υλοποιούν τις ιδέες τους. Το κλίμα ήταν φιλικό και ευχάριστο, οι ιδέες κυκλοφορούσαν ελεύθερες και αναπτύσσονταν εύκολα και ο κολεκτιβισμός ήταν η υπέρτατη αξία.

Οι επενδυτές άρχισαν να ρίχνουν τα λεφτά τους στη WeWork, που παράλληλα μεγάλωνε με αλματώδεις ρυθμούς το πελατολόγιό της και άπλωνε τα φτερά της και σε άλλες πόλεις της Αμερικής και στη συνέχεια στον υπόλοιπο πλανήτη. Η επιρροή της WeWork έφτασε κάποια στιγμή σε τέτοια μεγέθη που δεν νοούνταν καινούρια επιχείρηση στη Νέα Υόρκη να μην ξεκινάει τα πρώτα της βήματα από τους διαδρόμους της. Ο έτερος συνιδρυτής της WeWork, Μιγκέλ ΜακΚέλβι, με την ηθοποιό Σοφία Μπας σε event της εταιρείας από την οποία αποχώρησε και ο ίδιος το 2020.

Το 2016, μάλιστα, είχε συμπεριληφθεί στη λίστα του περιοδικού «Fortune» ως ο ένας από τους τρεις «μονόκερους» που άξιζε να επενδύσει κάποιος τα χρήματά του. «Μονόκερος», σύμφωνα με τους οικονομικούς όρους, ορίζεται η ιδιωτική startup εταιρεία της οποίας η αξία ανέρχεται σε πάνω από 1 δισ. δολάρια. Και επειδή τέτοιες επιχειρήσεις είναι σπάνιες, δανείζονται και το όνομα του μυθικού ζώου.

Ο Νιούμαν δεν υπήρξε ποτέ σεμνός και χαμηλών τόνων. Με τις παραινέσεις και τις ευλογίες της Ρεμπέκα, ακολούθησε από την αρχή το παράδειγμα του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, που είχε δημιουργήσει το Facebook μαζί με άλλους, αλλά τελικά μόνο το δικό του όνομα ήταν στο επίκεντρο και πλασαρίστηκε ως ο χαρισματικός ηγέτης της WeWork, αφήνοντας στον πιο εσωστρεφή ΜακΚέλβι τον ρόλο του κομπάρσου, ενώ για τη γυναίκα του κράτησε τη θέση της βασίλισσας δίπλα του.

Οι υπάλληλοι και οι συνεργάτες του άρχισαν να τον λατρεύουν σαν είδωλο και να εκλαμβάνουν ως μέγιστη σοφία ό,τι κι αν έλεγε. Σε τελική ανάλυση, υπό τη δική του ηγεσία η εταιρεία εξαπλώθηκε σε περισσότερες από 120 πόλεις του πλανήτη, στήνοντας περισσότερους από 800 κοινόχρηστους εργασιακούς χώρους, με την αξία της να καλπάζει σε ιλιγγιώδη νούμερα χρόνο με τον χρόνο, μέχρι που έφτασε στα 47 δισ. δολάρια.

Όπως δήλωνε με άνεση στις συνεντεύξεις του, στα πλάνα του είχε στο προσεχές μέλλον να προαχθεί σε τρισεκατομμυριούχο, να εξαπλώσει τη WeWork στον Αρη, να γίνει πρωθυπουργός του Ισραήλ και στη συνέχεια παγκόσμιος πρόεδρος. Η φιλοδοξία που ξεπερνούσε όλες τις προηγούμενες βέβαια ήταν ότι ήθελε να ζήσει για πάντα.

Η πτώση της εταιρείας

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε όταν ο Νιούμαν θέλησε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της WeWork. Το νέο του μεγαλεπήβολο σχέδιο ήταν να «ανυψώσει τη συνείδηση του κόσμου» και ως εκ τούτου λάνσαρε το WeLive, έναν κοινοτικό χώρο διαβίωσης, αλλά και το WeGrow, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με επικεφαλής τη Ρεμπέκα. Κάπου εκεί οι σκεπτικιστές άρχισαν να αμφιβάλλουν για το αν αυτές οι επαναστατικές ιδέες θα μπορούσαν να είναι και ρεαλιστικές, με δεδομένο ότι τα έξοδα άρχισαν να γίνονται πολύ περισσότερα από τα έσοδα. Για την ακρίβεια, ανά τρίμηνο, η WeWork βρέθηκε να χάνει 700 εκατ. δολάρια.

Το αυτί του Νιούμαν δεν φάνηκε να ιδρώνει. Το καλοκαίρι του 2018 ναύλωσε ένα τζετ για να ταξιδέψει από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ με μια παρέα φίλων του. Σύμφωνα με τον μύθο, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της πτήσης οι επιβάτες κάπνιζαν μαριχουάνα για να σκοτώσουν ευχάριστα τις ώρες τους. Όταν επιτέλους προσγειώθηκαν στο Ισραήλ, οι αεροσυνοδοί ανακάλυψαν ανάμεσα στα καθίσματα ένα κουτί δημητριακών γεμάτο με μαριχουάνα και ειδοποίησαν τον ιδιοκτήτη του τζετ.

Εκείνος με τη σειρά του διέταξε το προσωπικό του να επιστρέψουν με το αεροσκάφος στην Αμερική για να αποφύγει πιθανά μπλεξίματα με τον νόμο, αναγκάζοντας τον Νιούμαν και την παρέα του να κλείσουν εισιτήρια επιστροφής σε άλλες πτήσεις. Την ίδια χρονιά, μία πρώην υπάλληλος της WeWork κατέθεσε μήνυση κατά της εταιρείας για σεξουαλική παρενόχληση και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά στον εργασιακό χώρο.

Ανάμεσα στα άλλα είχε αναφέρει ότι την ημέρα που είχε πάει να δώσει συνέντευξη για τη δουλειά, ο Νιούμαν την πίεζε να πίνει σφηνάκια τεκίλας. Η παραπάνω δήλωση είχε ως αποτέλεσμα η WeWork να απαγορεύσει την απεριόριστη χρήση μπίρας εν ώρα εργασίας και να θέσει ως όριο για τους υπαλλήλους της τα τέσσερα μπουκάλια την ημέρα – που και λίγο δεν το λες.

Το 2019, όλο και περισσότερα δημοσιεύματα ανέφεραν ότι οι υπάλληλοι της WeWork ζητούσαν επιμόνως από τον Νιούμαν να παραιτηθεί από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, ύστερα από μία «τρομακτική εβδομάδα στη διάρκεια της οποίας εκείνος είχε δώσει ρεσιτάλ εκκεντρικότητας και κατανάλωσης αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών». Η αξία της εταιρείας γκρεμιζόταν με τους ίδιους αλματώδεις ρυθμούς που είχε ανέβει μερικά χρόνια νωρίτερα και ο πρώην χαρισματικός ηγέτης που όλοι κάποτε ακολουθούσαν πιστά είχε γίνει ξαφνικά ο αποδιοπομπαίος τράγος.

Πριν τελειώσει η χρονιά, ο Ανταμ Νιούμαν και η γυναίκα του βγήκαν οριστικά εκτός εταιρείας, παίρνοντας ως αποζημίωση 1,7 δισ. δολάρια για την παραχώρηση των μεριδίων τους που μερικούς μήνες πριν είχαν πενταπλάσια αξία. Αυτό ήταν μάλλον και το τελειωτικό χτύπημα για τα οικονομικά της άλλοτε κραταιάς εταιρείας, της οποίας το κατρακύλισμα της αξίας μάλλον δεν έχει πλέον πάτο. Σύμφωνα με το «Forbes», τον Μάρτιο του 2021, η WeWork άξιζε 700 εκατ. δολάρια.  Οι λεπτομέρειες για την άνοδο και την πτώση του πρώην κολοσσού έχουν αναλυθεί ενδελεχώς και στο ντοκιμαντέρ του Hulu, «WeWork: Ή πώς φτιάχτηκε και πώς διαλύθηκε ο μονόκερος των 47 δισ. δολαρίων».

Ο Νιούμαν έχει ήδη επενδύσει περισσότερα από ένα δισ. δολάρια, σε ακίνητα στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, όπως στο Μαϊάμι και τη Φλόριντα, και όπως έχει ανακοινώσει σκοπεύει να γίνει ο μεγαλύτερος επενδυτής ακινήτων.