Τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνται ένα «ασφαλές καταφύγιο» για τους επενδυτές, εν μέσω των διακυμάνσεων στις διεθνείς αγορές που προκαλούν τα αρνητικά μηνύματα από μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες και η ασταθής γεωπολιτική κατάσταση λόγω των πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Η Ελλάδα καταφέρνει πλέον να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια από την Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ το σπρεντ της με τη Γερμανία έχει μειωθεί αισθητά. Η διαφορά υπέρ της Ελλάδας είναι επίσης σημαντική σε σύγκριση με τη Μεγάλη Βρετανία.
Στα πενταετή ομόλογα, οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων, που κινούνται γύρω στο 2,4%, είναι πλέον χαμηλότερες από εκείνες των γαλλικών (2,5%) και ιταλικών (2,8%) και εφάμιλλες με αυτές των ισπανικών (2,4%). Στη Μεγάλη Βρετανία, το κόστος δανεισμού για τίτλους πενταετούς διάρκειας ξεπερνά το 4%. Η απόδοση του γερμανικού πενταετούς ομολόγου είναι στο 2%, γεγονός που δείχνει τη μικρή απόσταση που έχει απομείνει από το κόστος δανεισμού της Ελλάδας.
Στα δεκαετή ομόλογα, οι αποδόσεις των ελληνικών βρίσκονται στο 3,1%, των ιταλικών στο 3,4%, και των γαλλικών στο 2,9%. Η Ισπανία δανείζεται επίσης με 2,9%, ενώ το βρετανικό δεκαετές ομόλογο φτάνει το 4,2%. Το αντίστοιχο γερμανικό δεκαετές κυμαίνεται στο 2,2%.
Αυτή η κατάσταση αποτελεί μια πλήρη ανατροπή σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, καθώς τα οικονομικά δεδομένα της Ευρώπης έχουν αλλάξει. Την ώρα που η Γερμανία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν προβλήματα στασιμότητας ή και ύφεσης, η ελληνική οικονομία ακολουθεί μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία, έχοντας διασφαλίσει σταθερότητα στα δημόσια οικονομικά χάρη στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τη σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2027.
Αυτές οι θετικές εξελίξεις αντικατοπτρίζονται στις εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, παρά τις προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, το ισοζύγιο πληρωμών και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι αναλυτές υπογραμμίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ως βασικό πλεονέκτημα. Περίπου τα δύο τρίτα του δημόσιου χρέους της χώρας, δηλαδή γύρω στα 230 δισ. ευρώ, είναι δεσμευμένα σε σταθερά και χαμηλά επιτόκια. Επίσης, το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας δεν ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ, χάρη στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ τα διαθέσιμα του Δημοσίου έχουν φτάσει το ιστορικό υψηλό των 44 δισ. ευρώ.
Αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον στηρίζει τη στρατηγική του οικονομικού επιτελείου και του ΟΔΔΗΧ για τη διαχείριση του χρέους, τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας. Στόχος της πολιτικής αυτής είναι η παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους με εκδόσεις ομολόγων μεγαλύτερης διάρκειας και ο περιορισμός των εκδόσεων βραχυπρόθεσμων τίτλων. Παράλληλα, η κυβέρνηση ακολουθεί στρατηγική πρόωρων αποπληρωμών χρέους, γεγονός που βοηθά στη σταθεροποίηση του οικονομικού προφίλ της χώρας. Παρά την αναθεώρηση του χρέους από την Eurostat, που περιέλαβε αναβαλλόμενους τόκους 12,5 δισ. ευρώ από δάνεια του EFSF του 2012, η επίπτωση στο συνολικό χρέος ήταν περιορισμένη, φθάνοντας το 163,9% του ΑΕΠ το 2023, χάρη στις πρόωρες αποπληρωμές.