Ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 2,4% “βλέπει” φέτος για την ελληνική οικονομία το ΙΟΒΕ στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση. Ειδικότερα, οι επενδύσεις αναμένεται να υπερβούν την επίδοση του 2024, με υψηλότερη ετήσια διεύρυνση το 2025 (+9,5%) ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί ελαφρά (+1,6%).
Από την άλλη, το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αναμένεται να μειωθεί, αν και σε υψηλά επίπεδα, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2025 κατά +2,8% και +1,9% αντιστοίχως. Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό, οι τιμές θα διατηρηθούν σε ηπιότερη ανοδική τροχιά τo 2025, στην περιοχή του 2,4%, λόγω κυρίως της καταναλωτικής ζήτησης.
Για το 2024 το ΙΟΒΕ εκτιμά ετήσια ανάπτυξη 2,3%, με ώθηση από την ενίσχυση των επενδύσεων (+22,0%, πάγιες επενδύσεις +3,0%) και την ανθεκτική στις πληθωριστικές πιέσεις κατανάλωση των νοικοκυριών (+1,7%). Στον εξωτερικό τομέα, αναμένεται επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με την αύξηση των εισαγωγών κατά +5,0% να υπεραντισταθμίζει την αύξηση των εξαγωγών κατά +1,1%.
Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,7% το 2024, με την ενίσχυση των τιμών οφείλεται κυρίως στη θετική επίδραση της εγχώριας ζήτησης, καθώς και της επίμονης πληθωριστικής πίεσης σε αγαθά πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα.
Σχετικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, το ΙΟΒΕ σημειώνει στην έκθεσή του ότι, σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2025, εκτιμάται δημοσιονομικό έλλειμμα -0,7% του ΑΕΠ και -0,6% του ΑΕΠ για το 2024 και το 2025, καθώς και πρωτογενές αποτέλεσμα 2,5% του ΑΕΠ και 2,4% του ΑΕΠ για αμφότερα τα έτη.
Το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω φέτος ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 147,5%. Τέλος, σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας για το 2024, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 10,1% και περί το 9,3% το 2025.
Θετική πορεία για την οικονομία
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, η ελληνική οικονομία βρίσκεται, τόσο από μακροοικονομική όσο και από δημοσιονομική άποψη, σε θετική τροχιά. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης που καταγράφει αναφορικά με το πραγματικό ΑΕΠ δεν δείχνουν κόπωση, ενώ σε ότι αφορά την δημοσιονομική πολιτική, τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα επιτυγχάνονται χωρίς έντονα αρνητική επίδραση στη λοιπή οικονομία.
Το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, η ελληνική οικονομία ανήκει σε ένα μικρό σύνολο οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που, τόσο σε μακροοικονομικό επίπεδο όσο και σε επιμέρους βραχυχρόνιους και κλαδικούς δείκτες, έχει θετικότερη επίδοση από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους.
Παρά μάλιστα τους κινδύνους που απορρέουν από τη γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, την ενδεχόμενη επιστροφή προστατευτικών τάσεων στο διεθνές εμπόριο από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, τον επίμονο πληθωρισμό, το υψηλό δημόσιο χρέος και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου, καθώς και τις ευκαιρίες που προσφέρει η επιτάχυνση της υλοποίησης του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η αποκλιμάκωση των επιτοκίων και η ενισχυμένη εξωστρέφεια, η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει την αναπτυξιακή πορεία της τόσο το 2024 όσο και 2025.
Ενώ, όμως, η θετική τάση της οικονομίας καταγράφεται σαφώς, εξίσου σαφές είναι ότι η μεγέθυνση της οικονομίας την ανεβάζει μόνο σταδιακά από το χαμηλό επίπεδο στο οποίο βρέθηκε κατά την παρατεταμένη κρίση.
Συνεπώς, κατά το ΙΟΒΕ, σε ένα έτος από τώρα η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα βρίσκεται σε μια παρόμοια με τη σημερινή κατάσταση, περαιτέρω μεγεθυμένη βέβαια κατά την αναμενόμενη, αν και όχι αυτονόητη, τάση, όμως με τα ερωτήματα του πώς θα εξελιχθεί στη συνέχεια και πώς θα αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του περιβάλλοντος να παραμένουν ανοικτά.
Οι προκλήσεις από το διεθνές περιβάλλον
Στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, εξωτερικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να αποτελέσουν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνουν την αναμενόμενη επαναφορά τάσης προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο, καθώς και μια ενδεχόμενη επιβράδυνση ή αντιστροφή στην τάση μείωσης πληθωρισμού και επιτοκίων.
Μάλιστα, εκφράζει τον προβληματισμό του, για την την αλλαγή πολιτικής που αναμένεται από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, σε τομείς όπως η οικονομία, το διεθνές εμπόριο και οι δράσεις για το περιβάλλον, με επιδράσεις στη διεθνή οικονομία και ειδικότερα για την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι από το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον, δεν λείπουν οι προκλήσεις και οι πηγές αβεβαιότητας και ανησυχίας. Η Ευρώπη, σε συνέχεια της κρίσης χρέους στην περιφέρειά της, βγαίνει περισσότερο εξασθενημένη από τις διαδοχικές κρίσεις, της πανδημίας, της αγοράς ενέργειας, τη γεωπολιτική ένταση και τις εχθροπραξίες στην περιοχή της, από ό,τι άλλες οικονομίες. Η σχετική υστέρηση που υπάρχει σε καινοτόμες επενδύσεις, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, δεν θα αναστραφεί εύκολα.
Η εκλογή του νέου Προέδρου στις ΗΠΑ και η διακήρυξη μέτρων οικονομικής πολιτικής που αλλάζουν τη φορά των τελευταίων ετών, μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις που θα επηρεάσουν ποικιλοτρόπως και δυσμενώς και τη δική μας οικονομία. Εφόσον εφαρμοστεί στην πράξη η πλειονότητα προεκλογικών διακηρύξεων στις ΗΠΑ, υπάρχουν τρία δυνητικά κανάλια επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία.
Αρχικά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, εάν εφαρμοστούν έντονα μέτρα προστατευτισμού από τις ΗΠΑ, δεν θα είναι εύκολο να αποφευχθούν αντίμετρα από άλλες μεγάλες οικονομίες, ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα τη μείωση του παγκόσμιου εμπορίου, που βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται αύξηση κόστους παραγωγής και τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, και μεσοπρόθεσμα μείωση της αποτελεσματικότητας κατανομής πόρων μέσω καταμερισμού της εργασίας σύμφωνα με συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Στη συνέχεια, η αύξηση τιμών που μπορεί να προκληθεί θα αντιστρατεύεται την τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη, συγχέοντας τα κίνητρα για μείωση των κεντρικών επιτοκίων όπως αυτά είχαν τεθεί για τις κεντρικές τράπεζες των μεγάλων οικονομιών.
Ως αποτέλεσμα, θα καταστεί λιγότερο προβλέψιμη και ευθύγραμμη η δυνατότητα μείωσης του πληθωρισμού και των επιτοκίων και στις ίδιες τις ΗΠΑ και σε άλλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών.
Το ίδιο ισχύει, κατά το ΙΟΒΕ, για πολιτικές που αφορούν στην περιβαλλοντική επίπτωση παραγωγικών αποφάσεων, με επίκεντρο την αγορά ενέργειας και τη βαριά βιομηχανία, όπου αν δεν αναστρέφονται, τουλάχιστον θολώνουν, οι τάσεις που είχαν επικρατήσει επί μία δεκαετία και περισσότερο παγκοσμίως.
Τέλος, αυτού του είδους οι αβεβαιότητες συνδυαστικά, ιδίως σε οικονομίες στις οποίες έχει συσσωρευθεί προσφάτως μεγάλη ρευστότητα και υψηλό επίπεδο χρέους και με μείωση της αποτελεσματικότητας παγκόσμιων οργανισμών και θεσμών συνεργασίας των οικονομιών, αυξάνουν την πιθανότητα κάποιας κρίσης κατά το επόμενο διάστημα.
Η δημοσιονομική διαχείριση
Επιπλέον, το ΙΟΒΕ συμπεραίνει ότι, δεδομένης της αστάθειας στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων αλλά και του κινδύνου επιβολής μέτρων προστατευτισμού από εμπορικούς εταίρους της Ε.Ε., είναι κρίσιμη η αποτελεσματική δημοσιονομική διαχείριση. Και εδώ ωστόσο, δεν λείπουν οι προκλήσεις.
Ειδικότερα, η δημοσιονομική είναι μια διάσταση που γενικά εξελίσσεται θετικά. Μετά τη νέα ανισορροπία που δημιούργησε η πανδημία, το δημόσιο ταμείο κινείται ισορροπημένα. Η δημιουργία αξιοσημείωτων πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να καταπνίγεται η οικονομία, είναι θετική εξέλιξη.Παράλληλα, υπάρχει υπεραπόδοση στην πλευρά των εσόδων και το δημόσιο χρέος καταγράφει μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ, μάλλον ταχύτερη από αυτή που είχε προβλεφθεί.
Η δημοσιονομική πειθαρχία, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι ουσιώδης πυλώνας της ανάπτυξης της οικονομίας μας τα επόμενα χρόνια, δεδομένου και του πρόσφατου παρελθόντος. Οι λόγοι για την τρέχουσα θετική πορεία είναι διάφοροι, αλλά κυρίως η ίδια η μεγέθυνση της οικονομίας, που όσο ανακάμπτει από χαμηλή βάση συμβάλλει και στα έσοδα, η σταδιακή μείωση της παραοικονομίας ιδίως, με τη σταδιακή διείσδυση των ηλεκτρονικών πληρωμών, και ο πληθωρισμός που από πολύ υψηλά επίπεδα αποκλιμακώνεται αλλά χωρίς ακόμη να βρεθεί επαρκώς χαμηλά.
Στη σημερινή συγκυρία, όμως, ένα σημαντικό πρόβλημα παραμένει ότι ο φόρος εισοδήματος επιβαρύνει ένα μικρό μέρος των φορολογουμένων, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ υψηλούς συντελεστές. Αυτή η ισορροπία είναι ασταθής και δεν αποτελεί βάση για βιώσιμη ανάπτυξη.
Αν και τα τελευταία χρόνια μειώθηκε η επιβάρυνση των πολιτών, με παρεμβάσεις όπως η σταδιακή μείωση ασφαλιστικών εισφορών και η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, μετά και τη μεγάλη συσσώρευση του πληθωρισμού, οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές από όλο και χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα.
Το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι, όσο αυτό θα διατηρείται θα δημιουργεί κίνητρο για μείωση της εργασίας ή για εργασία που δεν θα καταγράφεται. Η υψηλή συνδυαστική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση από τα μεσαία εισοδήματα είναι τροχοπέδη για την άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων, την αύξηση των επενδύσεων και τη στροφή προς παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής αξίας. Η δραστική μείωση αυτής της επιβάρυνσης, το συντομότερο δυνατό και με διατηρήσιμο τρόπο, είναι ένα από τα αναγκαία βήματα για ισχυρή ανάπτυξη εφεξής.
Τα όρια της ανάπτυξης
Από κει και πέρα, οι αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας σήμερα σχετίζονται στενά με τη βάση εκκίνησης που έχει. Κατά το ΙΟΒΕ, θα ήταν ευκταίος ένας ρυθμός μεγέθυνσης υψηλότερος του σημερινού, ώστε να οδηγούσε την πλειονότητα των νοικοκυριών σε υψηλότερη ασφάλεια και ευημερία.
Όμως, ο ρυθμός μεγέθυνσης σήμερα επηρεάζεται κρίσιμα από το επενδυτικό κενό που συσσωρεύτηκε έντονα μετά το 2010, όπως και από τη μείωση του πληθυσμού στις παραγωγικές ηλικίες, ιδίως με υψηλή κατάρτιση, δεδομένα που συνδυαστικά δεν επιτρέπουν τη δραστική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης. Η πολυπλοκότητα των κανόνων εδώ και πολλά χρόνια, που μόνο μερικώς έχει πρόσφατα αμβλυνθεί, ιδίως στη διασύνδεση επιχειρηματικότητας και δημόσιου τομέα, επίσης περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης.
Οι διαστάσεις που θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά το επόμενο διάστημα σχετίζονται με τη στροφή της παραγωγής προς περισσότερο ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, σημειώνει το ΙΟΒΕ, θέτοντας και τα εξής ερωτήματα:
- Θα υπάρξει σημαντική μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, συνυπολογίζοντας ενδεχόμενες αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίου και ενέργειας;
- Θα συνεχιστεί η αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και θα μπορέσουν να διασυνδεθούν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις μας σε νέες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για υψηλότερη αξία;
- Θα υπάρξει ποιοτική στροφή στον τουρισμό και υποστήριξη από υποδομές και κανόνες που θα σέβονται το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον;
- Θα χρηματοδοτηθούν περισσότερο καινοτόμες επιχειρηματικές δράσεις; Θα υπάρξει μετατόπιση της εργασίας προς θέσεις υψηλότερης αξίας και καλύτερη αμοιβή των μισθωτών;
- Το εκπαιδευτικό σύστημα θα στραφεί στις τεχνολογικές απαιτήσεις της εποχής;
Τέτοιου είδους εξελίξεις, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ακόμη και όταν δεν έχουν ορατή επίδραση μακροοικονομικά και δημοσιονομικά βραχυχρόνια, πρέπει να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος για όσους ενδιαφέρονται για το πώς η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί μεσοπρόθεσμα.
Το παραγωγικό μοντέλο
Στην ουσία η έκθεση του ΙΟΒΕ θίγει ένα κρίσιμο ζήτημα, που είναι η υιοθέτησης ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, που έρχεται σε συνάφεια με το ερώτημα πώς θα μπορούν να επιτευχθούν μελλοντικά υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας και πραγματικά εισοδήματα. Η αναγκαία αυτή αλλαγή μπορεί να εκφραστεί με τρεις τρόπους.
Πρώτον, με αύξηση της συμβολής των εξαγωγών και των επενδύσεων στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, και αντίστοιχη σχετική (αν και όχι αναγκαστικά απόλυτη) υποχώρηση του μεριδίου της κατανάλωσης και της συμμετοχής των εισαγωγών.
Δεύτερον, με αύξηση της παραγωγής και στροφή φυσικών και ανθρώπινων πόρων σε τομείς που μπορούν να έχουν υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας, όπως η μεταποίηση και για εταιρείες τεχνολογίας, περιοχές στις οποίες υπάρχει σχετική υστέρηση.
Τρίτον, ευρύτερα σε όλους τους τομείς και κλάδους, με τη στροφή στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, που θα είναι διεθνώς εμπορεύσιμα και θα στοχεύουν την παγκόσμια αγορά με όρους καινοτομίας.
Οι τρεις αυτοί τρόποι δεν είναι εναλλακτικοί, συνδέονται μεταξύ τους και ουσιαστικά αποτελούν την έκφραση μιας κοινής τάσης. Τα τελευταία λίγα χρόνια υπάρχει σταδιακή μετατόπιση της ελληνικής οικονομίας προς ένα τέτοιο υπόδειγμα παραγωγής, όμως αυτή είναι ακόμη ασθενής.
Εάν δεν ενταθεί και αποκτήσει συστηματικά χαρακτηριστικά, θα είναι αδύνατο να υπάρξει προσέλκυση νέων επενδύσεων, ανθρώπων με υψηλή κατάρτιση και τελικά διατήρηση υψηλών εισοδημάτων στη χώρα.
Διαβάστε ακόμη:
- Πώς τα έντοκα γραμμάτια Ελληνικού Δημοσίου έγιναν ξανά δημοφιλή
- H Κατερίνα Παπουτσάκη φωτογραφίζεται για πρώτη φορά με τον νέο της σύντροφο
- Την Τρίτη «κληρώνει» για την απάντηση της Mediobanca στην Monte Paschi
- Ο Τραμπ προτείνει οι Παλαιστίνιοι της Γάζας να μεταφερθούν στην Αίγυπτο και στην Ιορδανία