Εισερχόμαστε στο τελευταίο τρίμηνο του έτους και η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη μια νέα πρόκληση. Η σημαντική άνοδος των τιμών της ενέργειας, με τον τομέα του φυσικού αερίου να «ηγείται της κούρσας», έχει ήδη επηρεάσει τόσο τη βιομηχανία όσο και τα νοικοκυριά και καθώς ο χειμώνας πλησιάζει στο βόρειο ημισφαίριο οι ανησυχίες αυξάνονται.
Όπως επισημαίνει ο αναλυτής της Allied Shipping Research, Γιάννης Βαμβακάς, «η περιορισμένη προσφορά σε συνδυασμό με την αυξημένη ενεργειακή ζήτηση, μετά από παρατεταμένη διακοπή της βιομηχανικής παραγωγής λόγω της πανδημίας, είχε ως αποτέλεσμα τον έντονο ανταγωνισμό για τις εισαγωγές φυσικού αερίου μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Αυτός ο ανταγωνισμός οδήγησε σε άνοδο της τιμής άνω του 600% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2019, με αντίστοιχο αντίκτυπο να παρατηρείται στις τιμές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας», τονίζει και συνεχίζει:
«Δεδομένου ότι το ενεργειακό κόστος είναι το υψηλότερο στοιχείο στα λειτουργικά έξοδα για πολλές βιομηχανίες, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι έχουν ήδη παρατηρηθεί διαταραχές στην παραγωγή. Πολυάριθμες περιπτώσεις έχουν εμφανιστεί, με την απόφαση της Yara να περιορίσει περίπου το 40% της ευρωπαϊκής παραγωγικής ικανότητας αμμωνίας να είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα».
Σύμφωνα με την ανάλυση, το φαινόμενο ντόμινο στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού φαίνεται να είναι αναπόφευκτο. Επιπλέον, οι πολιτικές της Ε.Ε. για το κλίμα επικρίνονται επίσης ως αιτία για τη σημερινή αύξηση των τιμών. Η απαλλαγή από άνθρακα και ο περιορισμός της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, έχουν μειώσει το επίπεδο ευελιξίας που διαθέτει ο ενεργειακός τομέας της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Ευρώπη δεν είναι η μόνη περιοχή του κόσμου που αντιμετωπίζει μια τέτοια ενεργειακή κρίση. Προβλήματα τροφοδοσίας έχουν παρατηρηθεί και στην Κίνα.
Η αυξανόμενη ζήτηση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα δεν μπορεί να καλυφθεί από τους τοπικούς παραγωγούς, μετά τις αποφάσεις του Πεκίνου για σημαντικές περικοπές των εκπομπών.
Παράλληλα, με την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και οι τιμές του άνθρακα έχουν επιδεινώσει το ζήτημα στην Κίνα. Τα μεταλλουργεία αλουμινίου, τα εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων και τα εργοστάσια τεχνολογίας ανταλλακτικών έχουν ήδη προχωρήσει σε μείωση της παραγωγής.
Εκτός από τις αυξανόμενες τιμές, η Κίνα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα εν μέσω της συνεχιζόμενης εμπορικής απαγόρευσης των εισαγωγών από την Αυστραλία, τον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα άνθρακα στον κόσμο.
Διπλή «ανάγνωση»
Η «ανάγνωση» από αυτές τις εντάσεις στον τομέα της ενέργειας μπορεί να είναι διπλή από την οπτική γωνία της ναυτιλιακής βιομηχανίας.
«Η αύξηση των τιμών στον τομέα του φυσικού αερίου είναι πιθανό να μειώσει την αύξηση της ζήτησης για LNG και LPG, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να είναι μια ευκαιρία για τους παραγωγούς αργού πετρελαίου να ανακτήσουν μέρος της χαμένης ζήτησης των τελευταίων δύο ετών» επισημαίνει ο Γιάννης Βαμβακάς στην ανάλυσή του:
«Υπάρχουν χώρες που έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την παραγωγή ενέργειας με βάση το πετρέλαιο, προκειμένου να συμβαδίσουν με την αυξανόμενη ζήτηση και την περιορισμένη χρήση αερίου. Η αύξηση του ενδιαφέροντος για αργό πετρέλαιο και βαρύ μαζούτ θα μπορέσει να δώσει μια πρόσθετη ώθηση στην αγορά των δεξαμενόπλοιων κατά τη χειμερινή περίοδο, η οποία τυχαίνει επίσης να είναι μια εποχή όπου οι έρευνες αυξάνονται εποχιακά».
Εκτός από αυτό, οι τελευταίες εκτιμήσεις για τη ζήτηση πετρελαίου είναι ανοδικές για το 2022, καθώς ο ΟΠΕΚ έχει δηλώσει ότι αναμένει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα ξεπεράσει τα στοιχεία του 2019 το επόμενο έτος (περίπου 100,8 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως), ενώ ο ΙΕΑ είναι λιγότερο αισιόδοξος, αλλά εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ανάκαμψη θα είναι ισχυρό το επόμενο έτος, φτάνοντας τα 99,4 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, που είναι κοντά στα επίπεδα πριν από την πανδημία.
Εν τω μεταξύ, οι διαταραχές στην παραγωγή σε διάφορους κλάδους μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένο εμπόριο, αλλά επίσης να προκαλέσουν περαιτέρω αλλαγές στις εμπορικές οδούς για ορισμένα εμπορεύματα, γεγονός που είναι πιθανό να αυξήσει τη ζήτηση τόνων -μιλίων για πλοία. Το τελευταίο θα έχει αντίκτυπο σε τομείς όπως το ξηρό χύδην φορτίο και τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Το ερώτημα, όμως, που στριφογυρίζει στα περισσότερα μυαλά είναι το εάν αυτή η κατάσταση είναι προσωρινή ή θα δημιουργήσει τη βάση για έναν νέο κανόνα με πολύ υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου και πόσο γρήγορα θα μπορέσει η παγκόσμια οικονομία να προσαρμοστεί. Οι απαντήσεις θα καθορίσουν σε ποιο βαθμό ωφελείται ή όχι κάθε ναυτιλιακός τομέας και σε ποιο βαθμό καταλήγει η έκθεση -ανάλυση της Allied.