Το παλικάρι που έχει τολμήσει αυτήν τη γαστρονομική υπερπαραγωγή είναι μόλις 31 χρονών. Το όνομά του είναι Rasmus Munk.
Αφού πέρασε από τις κουζίνες του Fat Duck, του Geranium και του Noma, το 2015 ανοίγει στην Κοπεγχάγη το πρώτο Alchemist με μόλις δεκαπέντε θέσεις, αναπλάθοντας στα πιάτα του μνήμες από την παιδική του ηλικία και παραστάσεις από τις προσωπικές του περιπλανήσεις ανά τον κόσμο. Αλλά με έναν ολιστικό τρόπο, τον οποίο βέβαια είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει ένα χρόνο αργότερα, όταν ο μεγαλοεπενδυτής και βασικός μέτοχος του Geranium, Lars Seier Christensen, εντυπωσιάστηκε από το ταλέντο του και του έκανε πρόταση για να πάνε την ιστορία πολλά βήματα πιο πέρα. Για την ακρίβεια, χιλιόμετρα.
Και εγένετο Alchemist 2.0.
Η επένδυση άγγιξε τα €15.000.000 και στις 4 Ιουλίου του 2019 ο νεαρός αλχημιστής γίνεται συνιδιοκτήτης ίσως στο πιο καθολικά φαντασμαγορικό εστιατόριο του κόσμου, το οποίο έκτοτε βρίσκεται στη βιομηχανική περιοχή του Refshaleøen, κοντά στο λιμάνι της Κοπεγχάγης. Προχωρώντας εν τάχει στα διαδικαστικά σημειώστε ότι πρέπει να διαθέτετε δεξαμενές υπομονής και φοβερά αντανακλαστικά για να κλείσετε θέση, μια και τη στιγμή που μιλάμε η λίστα αναμονής ξεπερνάει τα 15.000 άτομα. Όμως αν εγγραφείτε στο newsletter ή το παρακολουθείτε στενά στα social και είστε ταχύτατοι ούτως ώστε να καταθέσετε αυτοστιγμεί €470, ανακοινώνουν συχνά νέες ημερομηνίες και πάντα ακριβή ώρα για τις κρατήσεις. Όποτε fingers crossed!
Το κρασί επίσης αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στο Alchemist με το κελάρι που περιέχει 2.200 ετικέτες και σχεδόν 13.000 φιάλες να εκτείνεται σε τρία επίπεδα και head sommelier την πολυβραβευμένη σε παγκόσμιο επίπεδο, Nina Jensen. Όπως συμβαίνει και στα περισσότερα γαστρονομικά εστιατόρια της Κοπεγχάγης, η σχέση ποιότητας και τιμής στη λίστα τους είναι σκανδαλωδώς καλή. Διαθέτουν βέβαια και τουλάχιστον πενήντα ετικέτες μεταξύ €60-100
Η δεύτερη πράξη θα συντελεστεί κάτω απ’ το θόλο του πλανητάριου. Σαράντα οκτώ άνθρωποι καθισμένοι όχι σε τραπέζια, αλλά σε μια μπάρα που στριφογυρίζει στο χώρο, καθένας με τον προσωπικό του σερβιτόρο να τον ακολουθεί σαν ξεναγός και φίλος σε όλες τις πράξεις της περφόρμανς. Κι εκεί, πάνω στο θόλο, προβάλλονται εναλλασσόμενες εικόνες: ονειρικές (ο σκανδιναβικός ουρανός με το Βόρειο Σέλλας, ανθισμένες κερασιές, ένα δάσος μανιταριών σαν από τον κόσμο της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), με ξεκάθαρα μηνύματα (δεκάδες κότες κλεισμένες στη φυλακή μικροσκοπικών κλουβιών παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, οργουελιανά μάτια και τηλεοράσεις), καλλιτεχνικά ντοκιμαντερίστικες (μια ανθρώπινη καρδιά που χτυπά μέσα σ’ ένα δάσος αιμοφόρων αγγείων), παράδοξα γεωμετρικές με την αδύνατη αρχιτεκτονική του Escher να ζωντανεύει
Διαβάστε ακόμη: