Σημαντική παραμένει η υστέρηση των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών (δηλαδή μετά την επίδραση του πληθωρισμού), έναντι της πορείας των τιμών των ενοικίων τα τελευταία χρόνια, κάτι που εξηγεί ασφαλώς και την εντεινόμενη δυσαρέσκεια μεγάλης μερίδας πολιτών. Με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε ο ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από το 2009 και μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2024 έχει υποχωρήσει κατά 23,7%. Ασφαλώς τα τελευταία χρόνια καταγράφεται βελτίωση, καθώς από το πρώτο τρίμηνο του 2019 και μέχρι το φετινό πρώτο τρίμηνο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει καταγράψει αύξηση κατά 8,5%.
Παρότι δηλαδή οι μισθοί, ειδικά ο κατώτατος, έχουν αυξηθεί σημαντικά, δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν τις απώλειες που προκαλούνται από την αύξηση του κόστους αγαθών, τροφίμων και φυσικά στέγης. Υπενθυμίζεται πάντως ότι από το 2019 μέχρι το 2024 και με βάση τα στοιχεία των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας, η σωρευτική αύξηση του κατώτατου ανέρχεται στο 27,7% και από τα 650 ευρώ το έτος 2019 διαμορφώθηκε στα 830 ευρώ φέτος. Για το 2025 εκτιμάται ότι η αύξηση θα κινηθεί στο 5% (871,5 ευρώ), το 2026 στο 4,5% (910,7 ευρώ) και το 2027 στο 4,3% (950 ευρώ).
Ωστόσο, όπως δείχνουν τα στοιχεία, η αύξηση αυτή δεν επαρκεί, καθώς «εξανεμίζεται» από την αντίστοιχη αύξηση του κόστους ζωής, που υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί με ανάλογο, ή και ακόμη υψηλότερο ρυθμό την ίδια περίοδο.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, οι τιμές παραγωγού της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 22,7% την περίοδο από το 2021 έως το 2024 (πρώτο τετράμηνο). Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, ο αθροιστικός γενικός πληθωρισμός από τον ∆εκέμβριο του 2021 έως τον Ιούλιο του 2024 διαμορφώθηκε σε 14%, ενώ ειδικά για τα τρόφιμα άγγιξε το 25,8%.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι Ελληνες να δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, με πάνω από το 65% των πολιτών να δηλώνει στην πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ για την ευζωία, ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Συγκριτικά, το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από το 2010, γεγονός που δείχνει ότι τα οικονομικά προβλήματα έχουν γίνει εντονότερα με την πάροδο του χρόνου.
Το κόστος στέγης είναι ασφαλώς στο επίκεντρο της δυσαρέσκειας αυτής, καθώς οι τιμές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, όχι μόνο λόγω της βελτίωσης της οικονομίας, αλλά και εξαιτίας των επιμέρους χαρακτηριστικών που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά ακινήτων τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο λεκανοπέδιο της Αττικής η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης έχει αυξηθεί κατά 35% την περίοδο από το τρίτο τρίμηνο του 2019 και μέχρι το φετινό τρίτο τρίμηνο κι ενώ μεσολάβησε και πτώση την περίοδο 2020-2021, λόγω της πανδημίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για τη μίσθωση 80 τ.μ. στα δυτικά προάστια, απαιτούνται σήμερα περίπου 675 ευρώ τον μήνα, έναντι 500 ευρώ το 2019, μια αύξηση κατά 36%. Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις στα ανατολικά προάστια, καθώς αγγίζουν το 52%, ενώ στον Πειραιά φτάνουν το 40,2% και τα βόρεια προάστια το 38,2%. Σύμφωνα με φορείς της αγοράς ακινήτων, οι τιμές των ενοικίων σήμερα βρίσκονται σε επίπεδο εφάμιλλο ή και υψηλότερο σε σχέση με το 2009, δηλαδή πριν από την οικονομική κρίση κι ενώ, όπως προαναφέρθηκε, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι χαμηλότερο κατά 23,7%.
Αυτό εξηγεί και το μέγεθος του προβλήματος της στέγης, που ασφαλώς οφείλεται και στο ότι τα τελευταία χρόνια η προσφορά διαμερισμάτων έχει περιοριστεί κατακόρυφα, ενώ ταυτόχρονα η ζήτηση είναι πολλαπλάσια συγκριτικά με πριν από την κρίση. Ο λόγος είναι βέβαια ότι πλέον είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν δικό τους ακίνητο, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να στρέφονται υποχρεωτικά στην ενοικίαση.
Ετσι, με βάση τα στοιχεία της «Χρυσής Ευκαιρίας», μόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12μήνου στο κέντρο της Αθήνας ο αριθμός των διαμερισμάτων που διατίθενται προς ενοικίαση μειώθηκε κατά 21%, σε 12.713 ακίνητα. Στη μείωση της προσφοράς έχουν συμβάλλει κι άλλοι παράγοντες, αρχής γενομένης από τα εκατοντάδες χιλιάδες κλειστά διαμερίσματα, που θεωρούνται και ο βασικός «υπαίτιος». Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι κυρίως τρεις. Ο πρώτος έγκειται στο ότι πρόκειται για ακίνητα που απαιτούν χιλιάδες ευρώ για να επισκευαστούν και να ανακαινιστούν, ώστε να γίνουν κατοικήσιμα. Ο δεύτερος λόγος που τα σπίτια αυτά είναι κενά, είναι ότι αποτελούν αντικείμενο ατέρμονων νομικών αντεγκλήσεων μεταξύ κληρονόμων και ο τρίτος λόγος έγκειται στη συνειδητή απόφαση των ιδιοκτητών τους να τα κρατούν κλειστά, λόγω αρνητικής εμπειρίας με κακοπληρωτές ενοικιαστές.
Ρόλο στη μείωση της προσφοράς διαδραμάτισε και η απήχηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας, αλλά όπως δείχνουν τα στοιχεία αντίστοιχες αυξήσεις ενοικίων και μείωση της προσφοράς διαμερισμάτων έχει καταγραφεί σε όλες τις περιοχές, ακόμη και σε εκείνες όπου τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι ελάχιστα. Επίσης, δεκάδες χιλιάδες σπίτια ανήκουν πλέον σε τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων που είναι κλειστά ως επί το πλείστον.