Η νέα έκθεση της Deloitte ακίνητα για την αγορά κατοικίας φωτίζει με τον πιο καθαρό τρόπο τη μεγάλη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών. Ένα πρόβλημα που εξηγεί απόλυτα τη στεγαστική ασφυξία που βιώνουν χιλιάδες πολίτες και τη διαρκώς αυξανόμενη δυσκολία πρόσβασης σε ιδιόκτητη κατοικία. Η εικόνα για το 2024 είναι αποκαλυπτική: η Αθήνα φιγουράρει πλέον στη δεύτερη πιο ακριβή πόλη της Ευρώπης για αγορά νεόδμητου διαμερίσματος σε σχέση με τα εισοδήματα, πίσω μόνο από το Άμστερνταμ.
Αθήνα: 15,3 χρόνια μισθών για 70 τ.μ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ένας αγοραστής χρειάζεται 15,3 ετήσιους μισθούς (μεικτές απολαβές) για να αποκτήσει ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. στην πρωτεύουσα. Πρόκειται για τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη. Στο Άμστερνταμ, που βρίσκεται στην κορυφή, απαιτούνται 15,4 μισθοί.
Η μέση τιμή αγοράς νεόδμητης κατοικίας στην Αθήνα αγγίζει τα 8.475 ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας ετήσια αύξηση 10,1%. Στην Αττική συνολικά, η τιμή κινείται στα 4.100 ευρώ/τ.μ., δηλαδή περίπου 287.000 ευρώ για ένα τυπικό διαμέρισμα 70 τ.μ.
Το στοιχείο που σοκάρει: οι τιμές των νεόδμητων κατοικιών στην Αττική είναι 2,28 φορές υψηλότερες από τον εθνικό μέσο όρο των 1.800 ευρώ/τ.μ., επιβεβαιώνοντας τη στρεβλή ανάπτυξη που προκαλεί η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στην πρωτεύουσα.
Θεσσαλονίκη και Πάτρα στην κορυφή της ακρίβειας λόγω χαμηλών εισοδημάτων
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα των ευρωπαϊκών πόλεων, με την αγορά κατοικίας να απαιτεί 11,4 χρόνια μισθών για ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. Το μέσο κόστος: 2.815 ευρώ/τ.μ. ή περίπου 200.000 ευρώ. Είναι ενδεικτικό ότι η Θεσσαλονίκη κατατάσσεται ακριβότερη από πόλεις όπως το Λονδίνο, το Μιλάνο και η Ρώμη.
Παράλληλα, η Πάτρα, παρότι έχει χαμηλή μέση τιμή πώλησης (1.457 ευρώ/τ.μ.), απαιτεί 8,1 χρόνια μισθών για μια νεόδμητη κατοικία. Ο λόγος; Τα εισοδήματα παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που «ανεβάζει» την πόλη πολύ ψηλά στη λίστα δυσκολίας πρόσβασης σε κατοικία.
Οικοδομή σε αργή ανάκαμψη – Η προσφορά δεν καλύπτει τη ζήτηση
Η Deloitte καταγράφει και το άλλο σκέλος της κρίσης: την ανεπαρκή οικοδομική δραστηριότητα. Παρότι υπήρξε κάποια ανάκαμψη από το 2020 και μετά, η Ελλάδα παραμένει στη 19η θέση ανάμεσα σε 25 χώρες όσον αφορά τις ενάρξεις νέων κατοικιών.
Σήμερα αντιστοιχούν μόλις 2,95 νέες κατοικίες ανά 1.000 κατοίκους, τη στιγμή που η συνεχιζόμενη αύξηση τιμών στα υλικά, στις εργολαβίες και στα οικόπεδα πιέζει το κόστος προς τα πάνω.
Η περσινή άνοδος στην ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα (14,9% στις άδειες) ανακόπηκε φέτος λόγω του νομοθετικού κενού που δημιούργησε η κατάργηση των μπόνους δόμησης του ΝΟΚ. Το αποτέλεσμα: μείωση 10% στις νέες άδειες, 18,4% στην επιφάνεια και 11,3% στον όγκο.
Σύμφωνα με τους ειδικούς που μίλησαν στο 2ο Συνέδριο Real Estate, η στεγαστική κρίση προκύπτει από δύο παράγοντες:
- Κατάρρευση της οικοδομής κατά 85%-90% σε σχέση με τη δεκαετία του 2000.
- Πτώση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων στο 68% των επιπέδων του 2010, όταν σε Ρουμανία και Τσεχία τα εισοδήματα έχουν εκτοξευθεί.
Διαβάστε ακόμη:
- Κυριάκος Μητσοτάκης: «Η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην ενέργεια και επενδύει στη νέα γενιά»
- Το Μαξίμου επενδύει στον κατακερματισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να κυριαρχήσει
- Φορολογικό 2026: Ποιες μειώσεις φόρων ενεργοποιούνται και ποιοι κερδίζουν περισσότερο
- ΕΕ–Βρετανία: «Κόλλησε» η επανεκκίνηση των σχέσεων λόγω οικονομικής συνεισφοράς στο Ταμείο της Ευρώπης