Αγωνία για τις τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα με τις αυξήσεις στη χονδρική ήδη να πλήττουν τη βιομηχανία, αλλά και τη μεγάλη αγωνία για το πότε αυτές οι αυξήσεις θα μπορούσαν να περάσουν στην κατανάλωση, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στα νοικοκυριά εν μέσω πανδημίας.
«Υπάρχει έντονη ανησυχία στη βιομηχανία πάνω που πάμε να αναστήσουμε τις εξαγωγές και να φέρουμε συνάλλαγμα στη χώρα, νa βλέπουμε πλέον αβέβαιο το μέλλον με την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους που θα φέρει ανεξέλεγκτες επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων» μας λέει κορυφαίο στέλεχος του ΣΕΒ και συνεχίζει: «η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την τρελή ανοδική πορεία στις τιμές του CO2 που έφτασε 52 ευρώ ανά τόνο, δημιουργεί αντίξοες συνθήκες στη δική μας αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αφού αναπτύσσονται ιλιγγιώδεις ανατιμητικές τάσεις στην χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος και μας …χτυπούν αλύπητα».
Όπως μας αναλύουν από τον ΣΕΒ και το ΙΟΒΕ, τις τελευταίες 3-4 εβδομάδες οι χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρικού ξεπέρασαν τα 72 ευρώ ανα Μεγαβατώρα, εξαφανίζοντας τα περιθώρια κέρδους των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας.
«Την ίδια στιγμή, η ενεργοποίηση ρητρών που σχετίζονται τόσο με το CO2 όσο και με την χονδρεμπορική τιμή ειδικά στα συμβόλαια της μέσης τάσης, οδηγεί σε μετακινήσεις πελατών από τον ένα προμηθευτή στον άλλο» μας λένε χαρακτηριστικά.
Οι τιμές όμως έχουν πάρει την ανιούσα και για έναν ακόμη λόγο, όπως μας λέει έμπειρο στέλεχος της ΡΑΕ που παρακολουθεί τα θέματα: «οι τιμές του φυσικού αερίου κινούνται ανοδικά καθώς υπάρχει προσδοκία για μεγαλύτερη χρησιμοποίηση των μονάδων φυσικού αερίου. Τις τελευταίες ημέρες η τιμή από τα 16 ευρώ/MWh έχει αυξηθεί στα 23 ευρώ/MWh. Η αύξηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά έχει άμεσο αντίκτυπο και στη λιανική, με βασικό αντικείμενο τις συμβάσεις της ενεργοβόρου βιομηχανίας τόσο στη μέση όσο και στην υψηλή τάση. Σύντομα θα την πληρώσουν και οι καταναλωτές σε ρεύμα και φυσικό αέριο».
Το ίδιο στέλεχος της ΡΑΕ μας δίνει και μια γεύση από αγορά συμβολαίων: «τα futures (μελλοντικά συμβόλαια) στο ολλανδικό hub έκλεισαν κατά μέσο όρο στα 20,96 ευρώ/MWh για τον Απρίλιο, με άνοδο 3,19 ευρώ σε σχέση με τον Μάρτιο, ενώ οι παραδόσεις του Μαΐου έκλεισαν στα 23,38 ευρώ/MWh, υψηλότερα κατά 4,33 ευρώ από ό, τι ήταν στις αρχές του μήνα. Πριν από 10 ημέρες, η τιμή έφθασε στα 23,43 ευρώ/MWh στο υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα Ιανουαρίου. Την ίδια ώρα τα μελλοντικά συμβόλαια για το επόμενο έτος έχουν φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών».
Πού οφείλεται όμως αυτό το ράλι: «φυσικά στις έντονες κερδοσκοπικές τάσεις, αλλά εν μέρει στο παρατεταμένο κρύο στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισαγωγών αερίου, που έχουν ως αποτέλεσμα τα αποθέματα φυσικού αερίου να παραμένουν περίπου 25% κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών» μας λένε στη ΡΑΕ.
Και η Ε.Ε. στο κόλπο των αυξήσεων!
Χαρακτηριστική και η δήλωση που έκανε ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν και αρμόδιος για την Κλιματική Πολιτική της ΕΕ Φραντς Τίμερμανς: «Είναι ο ανταγωνισμός στην αγορά και οι νόμοι προσφοράς και ζήτησης. Ποιός είμαι εγώ για να πω ότι οι τιμές είναι πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά; Είναι ένας μηχανισμός της αγοράς, αλλά αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας, νομίζω ότι η τιμή του CO2 θα πρέπει να κυμαίνεται σε επίπεδα υψηλότερα από τα σημερινά, ακόμα και αν αυτά είναι τα 50 ευρώ».
Τη δήλωση αυτή σχολιάζει το έμπειρο στέλεχος της ΡΑΕ: «άρα η ΕΕ μας προετοιμάζει για άνοδο της τιμής του CO2 ενώ ορισμένοι στις Βρυξέλλες προβλέπουν μέχρι και 100 ευρώ ανα τόνο ώστε να καταστούν ανταγωνιστικές οι πράσινες βιομηχανικές τεχνολογίες, όπως το ανανεώσιμο υδρογόνο. ‘Ολοι για κάποια συμφέροντα δουλεύουν κι ας μην φαίνονται!».
Στον ΣΕΒ μάλιστα κάνουν λόγο για «σπέκουλα γύρω από την αύξηση της τιμής των διοξειδίων, που κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα την αγορά αλλά ήδη απειλεί την ελληνική βιομηχανία».
Είναι φυσικά σαφές ότι οι πιέσεις που ασκούνται στην εγχώρια αγορά προμήθειας ηλεκτρικής δηλαδή στις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, τις πετρελαϊκές και τις μονάδες φυσικού αερίου θα είναι πολύ ισχυρές.
Οι εταιρίες διαπιστώνουν μεγάλη αύξηση κόστους και μειωμένα περιθώρια με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση ρητών που περιέχουν πολλά από τα συμβόλαια ειδικά στη μέση τάση και οδηγούν τους μεγάλους καταναλωτές σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων και σε μετακινήσεις από τη μια εταιρία στην άλλη.
«Αν το 2020 ήταν μια χρονιά όπου η πτώση της τιμής του φυσικού αερίου βοήθησε στην αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από φ.α. και βοήθησε τις εταιρίες προμήθειας να ανακάμψου, φέτος βλέπουμε αντίστροφη πορεία. Λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί στην αγορά, κανείς προμηθευτής δεν δίνει αυτήν την περίοδο σύμβαση μεγαλύτερη από 3 μήνες, ενώ κάποιοι προμηθευτές προχωρούν σε καταγγελία παλαιότερων συμβάσεων επικαλούμενοι τις εξελίξεις στην αγορά» λένε στη ΡΑΕ.
Παρόλα αυτά από την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου έχουν όφελος οι μεγάλοι προμηθευτές του καυσίμου στην εγχώρια αγορά όπως η ΔΕΠΑ.