Ως αντίδραση στην παγκόσμια οικονομική κρίσης που προκάλεσε η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού στις αρχές του 2020, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έθεσε σε εφαρμογή ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα αγοράς τίτλων (Pandemic Emergency Purchase Program -–PEPP) τον Μάρτιο του 2020, με στόχο τόσο ιδιωτικούς τίτλους αλλά κυρίως κρατικούς τίτλους χρέους των χωρών μελών της Ευρωζώνης.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Για τους σκοπούς του προγράμματος, οι ελληνικοί τίτλοι χρέους έγιναν για πρώτη φορά επιλέξιμοι, κατ’ εξαίρεση της συνεχιζόμενης χαμηλής πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, όπως σημειώνει στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ.Το πρόγραμμα PEPP αρχικά προβλεπόταν να αφορά αγορές τίτλων συνολικής αξίας €750 δισεκ. (περίπου 6% του ετήσιου ΑΕΠ της Ευρωζώνης) σε βάθος διετίας. Το συνολικό ποσό αναθεωρήθηκε σε €1,35 τρισεκ. τον Ιούνιο του 2020 (11% του ετήσιου ΑΕΠ της Ευρωζώνης), και σε €1,85 τρισεκ. τον Δεκέμβριο του 2020 (15% του ετήσιου ΑΕΠ της Ευρωζώνης). Έως τα τέλη του 2020, είχαν πραγματοποιηθεί σωρευτικές καθαρές αγορές τίτλων αξίας €757 δισεκ., ήτοι περίπου το 40% του συνολικά προβλεπόμενου ποσού, εκ των οποίων περί το 90% αφορούσε στην αγορά κρατικών τίτλων και το υπόλοιπο ιδιωτικών τίτλων.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, το πρόγραμμα PEPP οδήγησε σε αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων οι οποίες την περίοδο ΜαρτίουΝοεμβρίου 2020 ξεπέρασαν σωρευτικά το ποσό των €16 δισεκ., το οποίο ισοδυναμεί με το 8,5% του ΑΕΠ της χώρας το 2019. Ακολούθως, η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ αύξησε τη μέση μηνιαία ζήτηση για αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά €1,8 δισεκ. ή 1% του ΑΕΠ.

Μεταξύ άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τη ζήτηση για ελληνικά κρατικά ομόλογα, το πρόγραμμα PEPP συνέβαλε στο να αυξηθεί η τιμή και ελκυστικότητά τους. Ενδεικτικά, στο διάστημα ΜαρτίουΔεκεμβρίου 2020, η μέση απόδοση των 10ετών ομολόγων υποχώρησε από το 2% στο 0,63%, ενώ ο όγκος συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά ΗΔΑΤ σχεδόν τριπλασιάστηκε σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, με αύξηση κατά 290%.

Παράλληλα με το πρόγραμμα PEPP, η ΕΚΤ αποφάσισε να διευκολύνει τα πλαίσια χρηματοδότησης των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Έτσι, στις αρχές Απριλίου του 2020 χαλαρώσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας με βάση τα οποία περιουσιακά στοιχεία γίνονταν αποδεκτά ως εξασφάλιση για πράξεις νομισματικής πολιτικής και μειώθηκαν οι περικοπές αποτίμησης (valuation haircuts). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να αξιοποιήσουν εργαλεία μακροχρόνια αναχρηματοδότησης με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος.

Με αυτό τον τρόπο, τα περιουσιακά στοιχεία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που είναι αποδεκτά από το Ευρωσύστημα ως εξασφάλιση για πράξεις νομισματικής πολιτικής, όπως αποτυπώνονται στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, άγγιξαν το Νοέμβριο του 2020 τα €52,7 δισεκ. σε σύγκριση με μόλις 21,5 δισεκ. τον Μάρτιο πριν τα έκτακτα μέτρα στήριξης από την ΕΚΤ.

Αντίστοιχα, σημαντική ήταν η αύξηση χρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα με χαμηλού κόστους δάνεια μέσα από πράξεις νομισματικής πολιτικής μακροχρόνιας χρηματοδότησης, όπως το πρόγραμμα TLTRO ΙΙΙ, οι οποίες από €12,3 δισεκ. τον Μάρτιο έφθασαν τα €39,0 δισεκ. το Νοέμβριο.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τόσο η ελκυστικότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων, όσο και η τόνωση της ρευστότητας των πληττόμενων από την κρίση νοικοκυριών, επιχειρήσεων και τραπεζών, επηρεάζονται από πληθώρα παραγόντων. Για παράδειγμα, καθοριστικό ρόλο παίζουν οι εγχώριες πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης και προώθησης μεταρρυθμίσεων για την ανάκαμψη.

Ωστόσο, συμπληρωματικά με αυτούς τους παράγοντες, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τα έκτακτα μέτρα στήριξης της ρευστότητας που εφάρμοσε η ΕΚΤ το 2020 και στα οποία ενέταξε και την Ελλάδα για πρώτη φορά μετά την κρίση χρέους, επιδρούν θετικά τουλάχιστον σε τρία επίπεδα.

Πώς επιδρούν τα έκτακτα μέτρα στήριξης της ρευστότητας

  1. τονώνουν σημαντικά τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα, μειώνοντας έτσι περαιτέρω τις αποδόσεις σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αυξάνοντας τη ρευστότητά των ελληνικών ομολόγων και διευκολύνοντας την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους
  2. μειώνουν το κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, βελτιώνοντας την κερδοφορία τους. Ακολούθως, δημιουργούν περιθώρια για μείωση του κόστους δανεισμού του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, το οποίο διαμορφώθηκε σε διαχρονικά χαμηλά επίπεδα στο τέλος του 2020, αν και παραμένει υψηλότερο από άλλες χώρες της Ευρωζώνης (βλέπε ενότητα 2.2 Γ),
  3. η υψηλότερη ρευστότητα σε δημόσιο και τράπεζες αυξάνει τη δυνατότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη.

Επομένως, οι «μη συμβατικές» πολιτικές της ΕΚΤ για την ενίσχυση της ρευστότητας που ξεκίνησαν το προηγούμενο έτος, στις οποίες υπάχθηκε για πρώτη φορά η Ελλάδα (πρόγραμμα PEPP, χαλάρωση κριτηρίων επιλεξιμότητας για εξασφαλίσεις σε πράξεις αναχρηματοδότησης τραπεζών κ.ά.), δύνανται να επηρεάσουν θετικά και σημαντικά τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στα επόμενα έτη. Αυτές οι δυνατότητες που η ένταξη σε παρόμοιες επιδιωκόταν από το 2014, προέκυψαν σε μια περίοδο κατά την οποία η ισχυρή ανάκαμψη για σειρά ετών, αποτελεί βασικό ζητούμενο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μετά την πολυετή διαδικασία οικονομικής προσαρμογής και την αναπλήρωση των απωλειών του εγχώριου προϊόντος.

Δείτε περισσότερα εδώ για την ανάκαμψη της οικονομίας 

https://radar.gr/article/65078/to-stoixima-tis-anakampsis-kai-o-rolos-ton-trapezon