Το ισχυρό ευρώ μπορεί να φαντάζει ένδειξη οικονομικής σταθερότητας, όμως για την Ευρωζώνη λειτουργεί περισσότερο ως πονοκέφαλος παρά ως επίτευγμα. Η ταχεία άνοδος του ευρωπαϊκού νομίσματος έναντι του δολαρίου έχει φέρει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής, καθώς οι επιπτώσεις αυτής της ανόδου απειλούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρώπης, ιδιαίτερα στον τομέα των εξαγωγών.
Ένα ισχυρό νόμισμα κάνει τις εισαγωγές φθηνότερες – και αυτό είναι το μοναδικό πλεονέκτημα. Όμως, ταυτόχρονα, καθιστά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές πιο ακριβές στις παγκόσμιες αγορές. Όταν το ευρώ ισχυροποιείται σε σχέση με το δολάριο, τα ευρωπαϊκά προϊόντα γίνονται ακριβότερα για ξένους πελάτες που πληρώνουν σε δολάρια ή άλλα νομίσματα. Αυτό μειώνει την ελκυστικότητα των εξαγωγών, πλήττει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις – ιδιαίτερα τις βιομηχανικές – και φρενάρει την οικονομική ανάπτυξη.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι το ράλι του ευρώ από τις αρχές του 2025 έχει ξεπεράσει το 14% σε σχέση με το δολάριο, φέρνοντας την ισοτιμία στα υψηλότερα επίπεδα από το 2021. Ορισμένοι βλέπουν το ευρώ να προσεγγίζει ακόμη και τα 1,30 δολάρια μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Για τις γερμανικές και γαλλικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, αυτό μεταφράζεται σε απώλειες εσόδων, πτώση παραγγελιών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακύρωση συμφωνιών.
Η ΕΚΤ ήδη συζητά ανοιχτά τα όρια ανοχής της. Σύμφωνα με δηλώσεις του αντιπροέδρου Λουίς ντε Γκίντος, η ισοτιμία του 1,20 ευρώ ανά δολάριο θεωρείται το ανώτατο όριο που μπορεί να απορροφήσει η ευρωπαϊκή οικονομία χωρίς σοβαρές παρενέργειες. Πέρα από αυτό το σημείο, αρχίζει η πίεση προς την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Ένα ακριβό ευρώ σημαίνει ασθενέστερη ζήτηση για ευρωπαϊκά προϊόντα, άρα μικρότερη παραγωγή, λιγότερες θέσεις εργασίας και μειωμένη οικονομική δραστηριότητα.
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι ενδεικτική. Ως ισχυρός εξαγωγέας, η χώρα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανική της ισχύ. Ένα υπερβολικά δυνατό ευρώ καθιστά τα προϊόντα της ακριβότερα, περιορίζοντας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αντίστοιχες πιέσεις δέχονται και οι εξαγωγείς στην Ιταλία, την Ολλανδία, την Αυστρία και την Ισπανία.
Η πολιτική της ΕΚΤ είναι πλέον σε δύσκολη θέση. Από τη μία, επιθυμεί να διατηρήσει τη σταθερότητα και την αξιοπιστία του νομίσματος. Από την άλλη, βλέπει ότι η ανεξέλεγκτη ενίσχυση του ευρώ προκαλεί επιβράδυνση στην οικονομία. Οι αγορές ήδη πιέζουν την ΕΚΤ να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων και να επανεξετάσει την νομισματική της πολιτική.
Ο αναλυτής της Société Générale, Κάρστεν Μπρζέσκι, αναφέρει ότι η μόνη διέξοδος θα ήταν μια πιο ξεκάθαρη λεκτική παρέμβαση από την ΕΚΤ ή ακόμη και μια αλλαγή στην κατεύθυνση των επιτοκίων. Η μείωση των επιτοκίων θα καθιστούσε το ευρώ λιγότερο ελκυστικό για επενδυτές, περιορίζοντας έτσι την ανοδική του πορεία.
Εν κατακλείδι, ένα υπερβολικά ισχυρό ευρώ δεν είναι ένδειξη υγείας, αλλά σύμπτωμα ανισορροπίας. Αν η ΕΚΤ δεν αναλάβει δράση, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να χάσουν έδαφος σε μια ήδη σκληρή διεθνή αγορά.