Το 2020, ως γνωστόν, καθορίστηκε από την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού, η οποία διατάραξε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και είχε σημαντική αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα. Όπως σημειώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η πανδημία έχει βαρύτατες υγειονομικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ειδικά το δεύτερο κύμα της πανδημίας αυξάνει την αβεβαιότητα και καθυστερεί την ανάκαμψη.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Και φυσικά, οι προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης εξαρτώνται κυρίως από την εξέλιξη της πανδημίας. Η ΤτΕ εκτιμά, στο βασικό της σενάριο, σημαντική ύφεση κατά 10,0% το 2020, αλλά προβλέπει ότι στη συνέχεια το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,2% το 2021 και κατά 4,8% το 2022. Όσον αφορά τους κινδύνους που περιβάλλουν το βασικό σενάριο των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με τη διάρκεια και την έκταση της πανδημίας του κορωνοϊού σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο.

Επιπλέον κίνδυνοι θα προέκυπταν από ενδεχόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως απόρροια της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, από την περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς και από την αβεβαιότητα που περιβάλλει την υλοποίηση της συμφωνίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Αντίθετα, μια πιο θετική του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να προκύψει από την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης (Next Generation EU) και από την ταχύτερη παραγωγή και διάθεση εμβολίων του κορωνοϊού.

Η κρίση ως ευκαιρία

Ειδικά στο θέμα των ευρωπαϊκών πόρων, η ΤτΕ επισημαίνει ότι, μέσω των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιηθεί η κρίση ως ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και την υιοθέτηση ενός βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου οικονομικής ανάπτυξης.

Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα χαθεί αυτή η ευκαιρία για την Ελλάδα, καθώς και ότι μεσοπρόθεσμα, όταν η ανάκαμψη της οικονομίας επανέλθει σε στέρεη βάση, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία.

Την ίδια ώρα, η πανδημία δημιουργεί ένα περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας ως προς την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεταβλητών για το 2021. Η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική στήριξαν την οικονομία, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, δεδομένης της αβεβαιότητας ως προς την πορεία εξέλιξης της πανδημικής κρίσης και ως εκ τούτου της βραδύτερης χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων έναντι των αρχικών εκτιμήσεων, κρίνεται στην παρούσα συγκυρία σκόπιμο να αποφευχθεί μια πρόωρη και απότομη απόσυρση των υφιστάμενων δημοσιονομικών μέτρων. Η στρατηγική της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενός νέου φαύλου κύκλου δημοσιονομικής αστάθειας και ύφεσης.

Το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας

Σε μια οικονομία με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η ελληνική, η δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να παραμείνει στοχευμένη, και προσωρινού χαρακτήρα, ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του χρέους και να μην κινδυνέψει να μετατραπεί η πανδημική κρίση σε μια κρίση χρέους.

Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους.

Παράλληλα, καθώς η επίδραση του παρονομαστή είναι καθοριστική για τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, είναι απαραίτητο να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να διασφαλιστεί όχι μόνο η επανεκκίνησή της μετά το τέλος της πανδημίας, αλλά πολύ περισσότερο η επαναφορά της σε μια στέρεη αναπτυξιακή τροχιά μέσω επενδύσεων στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία και στην αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών.

Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλλουν δράσεις για την αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών, όπως και ένα καλά σχεδιασμένο και στοχευμένο σύστημα φορολογικών κινήτρων που θα λειτουργήσει ως εργαλείο ενθάρρυνσης της επιχειρηματικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας με στόχο την έρευνα και την καινοτομία.

Η γενικότερη εικόνα

Σε ότι αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ΤτΕ στην έκθεσή της σημειώνει ότι, οι τράπεζες επηρεάστηκαν αρνητικά από την αύξηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων κινδύνων που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας σε τέσσερις κυρίως περιοχές: στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, την κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητά τους.

Ωστόσο, η λήψη μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την πανδημία.

Στον τομέα της ρευστότητας καθοριστικά επέδρασαν τα μέτρα που έλαβε το Ευρωσύστημα αναφορικά με τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών, το οποίο μεταξύ άλλων κατέστησε αποδεκτούς για το έκτακτο πρόγραμμα αγορών λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) και ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης τους τίτλους που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς επίσης και τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις και συγχρηματοδότηση τραπεζικών πιστώσεων.

Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες μείωσης του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά τη διάρκεια του 2020 αποτιμώνται θετικά. Το απόθεμα των ΜΕΔ στο τέλος του εννεαμήνου διαμορφώθηκε στα 58,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 14,3% ή 9,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισ. ευρώ), ενώ ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 35,8%. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι 48,5 δισ. ευρώ είναι η μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ από την υψηλότερη τιμή του που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016.

Η τάση αποκλιμάκωσης

Η τάση αποκλιμάκωσης του αποθέματος ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του έτους κυρίως λόγω της μεταφοράς ΜΕΔ εντός ομίλου από μία συστημική τράπεζα στο πλαίσιο ολοκλήρωσης συναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων η οποία προέβλεπε ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό της (hivedown).

Επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία αποτελεί την πρώτη τιτλοποίηση στην Ελλάδα που όταν λάβει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου θα έχει αξιοποιήσει το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), ενώ αντίστοιχες ενέργειες και από τις άλλες συστημικές τράπεζες έχουν δρομολογηθεί στο πλαίσιο μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ. Σύμφωνα με υπολογισμούς των υπηρεσιών της ΤτΕ, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (NPL ratio) μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω συναλλαγών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 25% περίπου χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ΜΕΔ που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας.

Το ποσοστό αυτό θα εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη και πολλαπλάσιο του μέσου όρου τραπεζών που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM (2,9% με στοιχεία Ιουνίου 2020).

Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η διενέργεια συναλλαγών τιτλοποίησης θα επιφέρει μείωση τριών μονάδων κατά μέσο όρο στον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών. Το εν λόγω ποσοστό περιλαμβάνει μόνο ενέργειες για τις οποίες οι συστημικές τράπεζες έχουν αρχίσει την υλοποίηση τους στο πλαίσιο του σχεδιασμού τους για τη μείωση του αποθέματος ΜΕΔ. Οι εν λόγω ζημίες σχετίζονται αφενός με την απαιτούμενη απομείωση της αξίας των μεταβιβαζόμενων, λόγω τιτλοποίησης, δανείων προκειμένου να επιτευχθεί το ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης ΒΒ- στην ανώτερη τάξη ομολογιών (seniornotes) και αφετέρου με την τιμή πώλησης της μεσαίας τάξης ομολογιών (mezzaninenotes).

Η κεφαλαιακή επάρκεια

Η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων μειώθηκε μεν έναντι του Δεκεμβρίου 2019, αλλά διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) να διαμορφώνεται σε 16,3% τον Σεπτέμβριο του 2020.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) τον Σεπτέμβριο του 2020 ανέρχονταν σε 15,2 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 54,5% των συνο-λικών εποπτικών κεφαλαίων.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών της ΤτΕ το επόμενο έτος, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.

Μάθετε εδώ τι συμβαίνει με τις αναστολές των δανείων

https://radar.gr/article/65161/ti-symvainei-me-tis-anastoles-ton-daneion