Πάνω από μία δεκαετία μετά την κρίση δημόσιου χρέους, η Ελλάδα βρίσκεται ξανά σε νομική διαμάχη με επενδυτές, αυτή τη φορά για την πρόωρη επαναγορά τίτλων συνδεδεμένων με το ΑΕΠ (GDP warrants), που είχαν εκδοθεί μετά την αναδιάρθρωση του 2012.

Η διαμάχη με τη Wilmington Trust

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, η Wilmington Trust, θεματοφύλακας των εν λόγω ομολόγων, ζητά αποζημίωση από το ελληνικό Δημόσιο για την απόφαση να ασκηθεί call option και να επαναγοραστούν οι τίτλοι τον Μάιο. Η εταιρεία αμφισβητεί τη νομιμότητα του call και τον τρόπο υπολογισμού της τιμής αγοράς, που υπολογίστηκε στα 252,28 ευρώ ανά 1.000 τίτλους.

Η διαμάχη ξεκίνησε τον Απρίλιο, όταν η δικηγορική εταιρεία White & Case έστειλε επιστολή εκ μέρους hedge funds όπως VR Capital, Wellington Management και Pharo Management, αμφισβητώντας την τιμή και το δικαίωμα αγοράς των τίτλων.

Τα GDP warrants είχαν δοθεί στους πιστωτές ως «κίνητρο» για την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους το 2012. Έχουν λήξη το 2042 και προέβλεπαν καταβολή τόκων από το 2027, εφόσον το ΑΕΠ ξεπεράσει τα 267 δισ. ευρώ και η ανάπτυξη υπερβεί το 2%. Η Ελλάδα φαίνεται να πληροί αυτά τα κριτήρια, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3% το 2023 και 2024 και αναμενόμενη ανάπτυξη 2% το 2025.

Η πρόωρη επαναγορά κόστισε περίπου 156 εκατ. ευρώ, ενώ οι επενδυτές ισχυρίζονται ότι η τιμή αγοράς ήταν 36% υψηλότερη από το πραγματικό ποσό που πλήρωσε η Ελλάδα. Εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι η τιμή ήταν λανθασμένη, η χώρα ενδέχεται να κληθεί να καταβάλει τη διαφορά.

Επιπτώσεις και νομικό πλαίσιο

Η Ελλάδα έχει επανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και έχει εξοφλήσει πλήρως τα δάνεια διάσωσης του ΔΝΤ, ενώ προγραμματίζει και πρόωρη αποπληρωμή δανείων του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης τον Δεκέμβριο. Η δικαστική διαμάχη θα κρίνει αν η εκκαθάριση του call option έγινε σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ενώ η Wilmington ζητά από τα βρετανικά δικαστήρια να επιβεβαιωθεί ή να αναθεωρηθεί η τιμή αγοράς.

Η υπόθεση αποτελεί κρίσιμο τεστ για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους και ενδέχεται να επηρεάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, παρά τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομίας.

Διαβάστε ακόμη: