Τις αιτίες για την αύξηση των καταθέσεων από τα νοικοκυριά εν μέσω της πανδημίας και την πορεία του λιανεμπορίου, καταγράφει η Alpha Bank σε αναλυσή της.

Σύμφωνα με την τράπεζα, παρά την πανδημική κρίση, ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο υποχώρησε οριακά, στο πρώτο δεκάμηνο του έτους, με εξαίρεση τη δαπάνη για καύσιμα που λόγω του lockdown και της εργασίας από απόσταση υποχώρησε πολύ περισσότερο, σχολιάζει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της. Εξετάζοντας τη δομή των δαπανών στον οικογενειακό προϋπολογισμό, σημειώνει, παρατηρούμε ότι οι πωλήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα φάρμακα και τα τρόφιμα, αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ, αντίθετα, μειώθηκε κατακόρυφα η ζήτηση για διαρκή αγαθά και είδη υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας (π.χ. έπιπλα, συσκευές, ένδυση).

Η παρατηρούμενη συγκράτηση των συνολικών καταναλωτικών δαπανών, σε συνδυασμό με το περιβάλλον αβεβαιότητας και τη δημοσιονομική πολιτική στήριξης του διαθεσίμου εισοδήματος οδήγησαν σε άνοδο των καταθέσεων τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων. Η αύξηση της καταθετικής βάσης (χρηματοοικονομικός πλούτος) σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ακινήτων (μη χρηματοοικονομικός πλούτος) σε ένα διεθνές περιβάλλον υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων αποτέλεσαν ένα φαινόμενο πανευρωπαϊκό. Εάν λάβουμε υπόψη ότι οι αγορές ομολόγων και μετοχών έχουν ανακάμψει, σε μεγάλο βαθμό, μετά την ανακοίνωση των εμβολιαστικών προγραμμάτων διεθνώς, μπορούμε εύκολα να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι παρά τη μεγάλη απώλεια σε όρους ΑΕΠ το 2020 λόγω της πανδημίας, οι απώλειες σε όρους χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου είναι συγκριτικά -και μέχρι τώρα- πολύ πιο περιορισμένες, σημειώνουν οι αναλυτές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε ετήσια πτώση της τάξης του 2,8%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης εκτός καυσίμων μειώθηκε οριακά, κατά μόλις 0,4%, σε σύγκριση με το πρώτο δεκάμηνο του 2019. Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις των καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, σε όρους όγκου, μειώθηκαν κατά 10,9%, σε ετήσια βάση, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις που ήταν σε ισχύ στο δεύτερο τρίμηνο του έτους αλλά και του μέτρου της εργασίας από απόσταση που εφαρμόστηκε σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων από τον Μάρτιο και έπειτα και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των καθημερινών μετακινήσεων των εργαζομένων. Εκτιμάται ότι η πτώση αυτή μετριάστηκε -σε ένα βαθμό- από την εκτεταμένη χρήση Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων, καθώς, παράλληλα, οι καταναλωτές απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες συγκοινωνίες, εξαιτίας της πανδημίας.

Τον Οκτώβριο, ωστόσο, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε αύξηση κατά 4,7%, σε ετήσια βάση, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης χωρίς τα καύσιμα αυξήθηκε κατά 8,6%. Άνοδος των πωλήσεων σημειώθηκε στην πλειονότητα των επιμέρους κατηγοριών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι λιανικές πωλήσεις, σε όρους όγκου, αυξήθηκαν, σε ετήσια βάση, στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (super markets) κατά 7,7%, στα πολυκαταστήματα κατά 6,8%, στα είδη ένδυσης-υπόδησης κατά 5% και στα βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη κατά 20%. Ειδικά για τα super markets, η αύξηση που παρατηρήθηκε, τον Οκτώβριο, πιθανότατα οφείλεται στην πρόσκαιρη αλλαγή της αγοραστικής συμπεριφοράς των πολιτών, δηλαδή στην αυξημένη κατανάλωση, με σκοπό τη δημιουργία αποθεμάτων, εν όψει της επιβολής του δεύτερου lockdown, στις αρχές Νοεμβρίου («panic buying effect»).

Παράλληλα, σημαντική άνοδος έχει καταγραφεί και στις πωλήσεις εκτός καταστημάτων, σύμφωνα με τον δείκτη κύκλου εργασιών, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πωλήσεις μέσω διαδικτύου, κατά 29%, σε ετήσια βάση, τον Οκτώβριο και κατά 15,4%, συνολικά τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019. Επιπρόσθετα, η επισκεψιμότητα σε χώρους λιανικού εμπορίου και ψυχαγωγίας, η οποία μειώθηκε σημαντικά, τον Νοέμβριο, εξαιτίας του δεύτερου lockdown, σταθεροποιήθηκε, τον Δεκέμβριο, περίπου στο -55%, σε σύγκριση με την περίοδο βάσης, έναντι -73%, αντίστοιχα, τον Απρίλιο. Η ηπιότερη πτώση της κινητικότητας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Google, σε σύγκριση με το πρώτο lockdown, οφείλεται, πρωτίστως, στην εφαρμογή της μεθόδου παράδοσης εκτός καταστήματος (click away), κατά τη διάρκεια των εορτών.

Βάσει των ανωτέρω, εκτιμάται ότι η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, σε ετήσια βάση, το τελευταίο τρίμηνο του 2020, θα είναι ηπιότερη σε σύγκριση με τη μείωση που σημειώθηκε, στο δεύτερο τρίμηνο του έτους (-12%). Σημειώνεται ότι, σωρευτικά το πρώτο εννεάμηνο του 2020, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 3,6%, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019.

Αβεβαιότητα και Αποταμίευση Νοικοκυριών και Επιχειρήσεων

Η μειωμένη δαπάνη των νοικοκυριών αλλά και η αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία, σχετικά με τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και την εξέλιξη των μελλοντικών εισοδημάτων, οδήγησαν, μεταξύ άλλων, σε αξιοσημείωτη άνοδο της καταθετικής βάσης. Η εν λόγω άνοδος των καταθέσεων, δηλαδή, προήλθε από την αύξηση αφενός, της «αναγκαστικής» αποταμίευσης (οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν -σε ένα βαθμό- εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας), αφετέρου, της «προληπτικής» αποταμίευσης (οι καταναλωτές αποταμιεύουν, λόγω της αβεβαιότητας για την απασχόληση και τα μελλοντικά εισοδήματα).

Παράλληλα και οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε συγκράτηση των δαπανών τους, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, για την πορεία των εργασιών και τη ρευστότητά τους. Πρόσθετοι παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των καταθέσεων ήταν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της πανδημίας, όπως η παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία διοχετεύτηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά και η αναστολή πληρωμών προς το δημόσιο (φορολογικών υποχρεώσεων, εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία).

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το άθροισμα των μηνιαίων καθαρών ροών καταθέσεων των νοικοκυριών ανήλθε, στο διάστημα Μαρτίου-Νοεμβρίου, σε 7,1 δισ. ευρώ, ενώ των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αντίστοιχα, σε 9,8 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αύξηση καταθέσεων τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων, παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη, από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, με την ίδια περίπου δυναμική.

Σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες για την εξέλιξη των ανωτέρω μεγεθών, δηλαδή των λιανικών πωλήσεων, των καταθέσεων αλλά και της αποταμίευσης, το επόμενο τρίμηνο και δωδεκάμηνο, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία του οικονομικού κλίματος που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για το μήνα Δεκέμβριο, φαίνεται ότι η αβεβαιότητα εξαιτίας της πανδημίας εξακολουθεί να υφίσταται. Συγκεκριμένα, η πρόθεση των νοικοκυριών για αποταμίευση, αν και παραμένει έντονα αρνητική (-60,4 μονάδες), σημείωσε ελαφρά βελτίωση, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (+1,5 μονάδα), ενώ πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση που έχει σημειωθεί από τον Απρίλιο.

Το γεγονός αυτό συνεπάγεται, πιθανότατα, ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών εξακολουθούν να αυξάνονται τόσο λόγω αποταμιεύσεων για προληπτικούς λόγους, όσο και λόγω μη χρησιμοποιούμενης ρευστότητας. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες για την απασχόληση, ωστόσο, έχουν βελτιωθεί, καθώς ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο, σε 104,9 μονάδες, έχοντας ανακτήσει σχεδόν το 50% της απώλειας που κατέγραψε τον περασμένο Μάιο (94,6 μονάδες). Η επίδοση του εν λόγω δείκτη, τον Δεκέμβριο, αποτελεί την υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, ωστόσο, επιδεινώθηκε εκ νέου, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων επτά μηνών.
Χρηματοοικονομικός και Μη Χρηματοοικονομικός Πλούτος

Η αύξηση των καταθέσεων συνιστά ενίσχυση του χρηματοοικονομικού πλούτου. Παράλληλα με την άνοδο των καταθέσεων, από τον Μάρτιο και μετά, οι χρηματιστηριακές αγορές ανέκαμψαν μερικώς, ενώ οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν. Όπως αναφέρεται στη σχετική μελέτη της Credit Suisse (Credit Suisse, Research Institute, “Global wealth report 2020”, October 2020) και σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2020, η ανάκαμψη των αγορών και οι υψηλές τιμές των ακινήτων είχαν ως αποτέλεσμα ο πλούτος των νοικοκυριών να προσεγγίσει το επίπεδο που βρισκόταν παγκοσμίως, στο τέλος του 2019. Σημειώνεται ότι ο πλούτος των νοικοκυριών διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.) και σε μη χρηματοοικονομικό που αποτιμάται κατά κύριο λόγο στις αξίες των ακινήτων.

Τέλος, η πανδημία δεν ανέκοψε την ανοδική πορεία των τιμών ακινήτων ούτε στη χώρα μας αλλά ούτε και στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων αυξήθηκαν, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, κατά 4,1%, σε ετήσια βάση, στην Ελλάδα και κατά 5,1%, αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, οι τιμές των επαγγελματικών ακινήτων στην Ευρωζώνη σημείωσαν άνοδο κατά 5,8%, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2019, ενώ στην Ελλάδα οι τιμές των γραφείων αυξήθηκαν κατά 2%, το πρώτο εξάμηνο του έτους, σε ετήσια βάση και οι τιμές των καταστημάτων, αντίστοιχα, κατά 3%.

Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί -όπως αναφέρει η μελέτη της Credit Suisse- ότι οι προοπτικές της απασχόλησης, του μέσου εισοδήματος, των τιμών των μετοχών αλλά και του δημόσιου χρέους παραμένουν αβέβαιες, ενώ και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων έχουν προσωρινό χαρακτήρα.

Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 αλλά και οι αλλαγές στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των καταναλωτών αναμένεται να επιφέρουν όχι μόνο επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ αλλά και δομικές αλλαγές όπως χαμηλότερα επίπεδα απασχόλησης και διαθέσιμου εισοδήματος, οι οποίες ενδέχεται να περιορίσουν τη δυνατότητα των νοικοκυριών για συσσώρευση πλούτου, για σημαντικό χρονικό διάστημα.