Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2021 είναι πλέον νόμος του Κράτους, μετά τη ψηφισή του από τη Βουλή.Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, καταρτίστηκε κατά την έναρξη του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Οι βασικές του παραδοχές, όσον αφορά τα έσοδα και τις δαπάνες έχουν επίκεντρο την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά και τη μετά την πανδημία εποχή.

Η χρονική συγκυρία είναι σημαντική, καθώς υπάρχει επίγνωση των βασικών παραμέτρων της πανδημίας και μπορεί να θεωρηθεί ότι ο σχεδιασμός της φορολογικής, κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής γίνεται με βάση την επίγνωση αυτή, τουλάχιστον για τις περισσότερες μεταβλητές (ή σε κάθε περίπτωση για τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κυμανθούν το επόμενο έτος), όπως τονίζει στην ανάλυσή του το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Αυτά που, επίσης, είναι γνωστά είναι η φορολογική κόπωση της κοινωνίας, το δημογραφικό πρόβλημα, η οικονομική διαστρωμάτωση της ελληνικής οικονομίας και οι δυνατότητες ανταπόκρισής της σε περιόδους κρίσης (ειδικά μετά από οκτώ χρόνια αρνητικής συγκυρίας). Τέλος, είναι γνωστή η δημοσιονομική θέση της χώρας (που εμφάνισε τάσεις βελτίωσης) και ιδιαίτερα η πιστοληπτική μας ικανότητα (σημαντική μείωση του επιτοκίου δανεισμού) καθώς και το γεγονός ότι μετά από οκτώ χρόνια κρίσης και μεταρρυθμίσεων το δημόσιο σύστημα υγείας, φορολογίας, πρόνοιας, κ.λπ. έχει υποστεί σημαντικά πλήγματα αλλά και τάσεις εκσυγχρονισμού.

Η Κυβέρνηση στην εισήγηση για τον Προϋπολογισμό του 2021, παρά την τρέχουσα κρίση, εμφανίζεται να επιμένει στην εφαρμογή της πολιτικής μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών. Η πολιτική μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών έχει ως δικαιολογημένο στόχο την αύξηση τη ανταγωνιστικότητας (μέσω της μείωσης του συνολικού εργασιακού κόστους) των επιχειρήσεων και των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Λαμβάνοντας υπόψη το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και την αδυναμία ένταξης νέου ανθρώπινου δυναμικού στην οικονομική δραστηριότητα, η πολιτική αυτή είναι κατανοητή αλλά όχι ακίνδυνη. Αν το παραγωγικό μας σύστημα δεν ανταποκριθεί επιτυγχάνοντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης (που είναι και το τελικό ζητούμενο) μπορεί να οδηγήσει τουλάχιστον βραχυχρόνια σε μία σημαντική αύξηση της επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού με δαπάνες στήριξης του συστήματος υγείας, πρόνοιας και συντάξεων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει, με τη σειρά του, σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών ή στη μετακύλιση του βάρους στήριξης αυτών των συστημάτων στους πολίτες και στην έξοδο του κράτους από την κυρίαρχη άσκηση δημόσιας πολιτικής σε αυτούς.

Η δεύτερη Κυβερνητική πολιτική είναι ακριβώς αυτή της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών της άμεσης φορολογίας σχεδιάστηκε για να αυξηθεί το πλεόνασμα παραγωγού και καταναλωτή και με αυτό τον τρόπο η αύξηση της ωφέλειας που λαμβάνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις από το εισόδημα που ήδη διαθέτουν, μέσω της αύξησης της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών. Ο στόχος είναι να αντισταθμιστεί η απώλεια φορολογικών εσόδων μέσα από την ανάπτυξη που θα προκύψει από την αύξηση της ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, όμως, θα μπορούσε να θιγεί η ικανότητα άσκησης δημοσίων πολιτικών με μεταβιβαστικές πληρωμές, η

δημιουργία θετικών εξωτερικοτήτων και η παροχή δημοσίων αγαθών. Η επιτυχία της πολιτικής αυτής εξαρτάται από το αναπτυξιακό της αποτύπωμα αλλά και από την ικανότητα της Κυβέρνησης να ελέγξει την υγιή διαμόρφωση τιμών, τη μορφή των αγορών και την καταπολέμηση των μονοπωλιακών τους στοιχείων.