Αυτό που έχουν καταφέρει να κάνουν οι εταιρίες κούριερ είναι να εξαγριώσουν τους καταναλωτές που βλέπουν ότι παραμονές Χριστουγέννων δεν μπορούν καν να είναι σίγουροι για το αν θα παραλάβουν τα δώρα που έχουν παραγγείλει για τα παιδιά και τους οικείους τους… Οποιαδήποτε ομαλοποίηση αναμένεται μετά τις γιορτές, όπως παραδέχονται οι εταιρείες ταχυμεταφορών, οι οποίες ήδη από τις αρχές του μήνα φάνηκαν να χάνουν τον έλεγχο υπό το βάρος μιας τέλειας καταιγίδας που προκάλεσε ο συνδυασμός του lockdown των φυσικών καταστημάτων, των παραγγελιών της Black Friday, που ακόμα παραδίδονται, καθώς και των χριστουγεννιάτικων αγορών!
Όλα αυτά πυροδότησαν μια εκρηκτική αύξηση των ηλεκτρονικών παραγγελιών. Μόνο που αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους για τις μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις. Ο βασικός λόγος του χάους που επικρατεί σήμερα, όπως λένε στελέχη της αγοράς, είναι ότι οι περισσότερες εταιρείες του κλάδου δεν επένδυσαν εγκαίρως σε υποδομές και δη σε κέντρα διαλογής και υψηλή τεχνολογία. Κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις σήμερα παρατηρούνται στα κέντρα διαλογής, καθώς οι ημερήσιες αποστολές έχουν εκτιναχθεί από τις 200.000, κατά μέσο όρο, στις 800.000.
Και μέσα στη διαχείριση κρίσης που επιχειρείται από τις εταιρείες ταχυμεταφορών αρχίζουν και τα παρατράγουδα… Πλέον τα e-shops, ως πελάτες, κατηγοριοποιούνται με βάση το μέγεθος της συμφωνίας, τις ρήτρες και φυσικά τη διαχρονικότητα της εμπορικής σχέσης και παίρνουν προτεραιότητα ή αφήνονται στο περιθώριο. Με αποτέλεσμα η παράδοση προϊόντος από ένα μικρό e-shop φτάνει σήμερα ακόμα και τις 30 ημέρες! Και όσο παραμένει αυτή η κατάσταση, οι καθυστερήσεις διαχέονται και προς τα πάνω στη λίστα των πελατών.
Κατάσταση που ήδη φαινόταν ότι έρχεται όταν στα τέλη του περασμένου μήνα, εν μέσω Black Friday, οι μεγάλοι παίκτες του κλάδου, η ACS του ομίλου Quest του Θεόδωρου Φέσσα, η Γενική Ταχυδρομική της οικογένειας Βαρζακάκου, η Speedex του ομίλου Σφακιανάκη, και η ΕΛ.ΤΑ. Ταχυμεταφορές, γνωστοποίησαν ότι περιορίζουν πλέον τις παρεχόμενες υπηρεσίες στις απολύτως απαραίτητες, σε μια προσπάθεια να ανταποκριθούν στον τεράστιο όγκο δουλειάς.
Όλες φυσικά έσπευσαν να αποδώσουν τα προβλήματα στον αυξημένο όγκο. Η μεν Γενική Ταχυδρομική σε ανακοίνωσή της ανέφερε ότι ήταν προετοιμασμένη για αύξηση του όγκου των αποστολών κατά 60%, που όμως αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη, ενώ η ACS έλεγε ότι αντιμετωπίζει αυξημένο όγκο αποστολών κατά 80% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο και κατά 50% σε σχέση με το προηγούμενο lockdown ενώ η ίδια είχε προετοιμαστεί για αύξηση της κίνησης έως και 15% σε σχέση με το πρώτο lockdown. Παρείχε μάλιστα πληροφορίες για τις κινήσεις που έκανε, μεταξύ των οποίων η μίσθωση οκτώ χώρων σε Αττική και Θεσσαλονίκη, ενίσχυση των χώρων διακίνησης κατά 2.500 τ.μ., απόκτηση δύο νέων συστημάτων διαλογής, προσλήψεις 500 ατόμων κ.ο.κ.
To πάθημα δεν έγινε μάθημα
Εκ του αποτελέσματος, φυσικά όλα κρίνονται ανεπαρκή, ενώ η διοίκηση της ACS φάνηκε να μην έχει αντιληφθεί αυτό που ερχόταν παρά το μάθημα της περασμένης άνοιξης… Απόδειξη, οι σημειώσεις που συνοδεύουν την τελευταία οικονομική κατάστασή της. Εκεί αναφέρεται ότι «η εταιρεία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει επιπτώσεις από τα φαινόμενα κάμψης των αγορών. Επιπλέον, οι πελάτες, οι συνεργάτες διανομής, οι πάροχοι υπηρεσιών ή οι προμηθευτές της εταιρείας ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οικονομική δυσχέρεια, να υποβάλουν αίτηση προστασίας έναντι πτώχευσης, να σταματήσουν τη λειτουργία τους ή να υποστούν διαταραχές της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 […] Είναι πιθανό η συνεχιζόμενη εξάπλωση του COVID-19 να προκαλέσει οικονομική επιβράδυνση ή ύφεση, γεγονός που θα επηρεάσει δυσμενώς τη ζήτηση για τις υπηρεσίες της εταιρείας, ή να προκαλέσει άλλα απρόβλεπτα γεγονότα».
Απ’ όλα αυτά σχεδόν τίποτα δεν επιβεβαιώθηκε και μάλλον όλα κινήθηκαν στην αντίθετη κατεύθυνση. Η ζήτηση για υπηρεσίες ταχυμεταφορών αυξήθηκε κατακόρυφα, καθώς το φυσικό εμπόριο έδωσε τη θέση του στο ηλεκτρονικό για μεγάλο διάστημα στο πρώτο lockdown και έως σήμερα στο δεύτερο. Σχεδόν το σύνολο του κλάδου πιάστηκε απροετοίμαστο και μάλιστα η ACS προσπάθησε την περασμένη άνοιξη να περάσει αυξήσεις για να καλύψει τα αυξημένα κόστη που προέκυπταν από την αύξηση του κύκλου εργασιών της, τις οποίες αναγκάστηκε να πάρει πίσω μετά την κατακραυγή, με τον μεγαλομέτοχο και διοικητικό άρχοντα του ομίλου Quest και πρώην πρόεδρο του ΣΕΒ Θ. Φέσσα, ούτε λίγο ούτε πολύ, να δηλώνει ότι από το ταμείο της η ACS θα χρηματοδοτήσει την ενίσχυση των συνεργατών της ανά την επικράτεια ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις…
Για την ιστορία, πάντως, στο εννεάμηνο της τρέχουσας χρήσης η ACS, που, όπως λέει, θα έχει έτοιμο νέο κέντρο διαλογής στο Αιγάλεω το ερχόμενο καλοκαίρι, είδε τις πωλήσεις της να αυξάνονται 11% και την προ φόρων κερδοφορία της κατά 4,5%, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα που κοινοποίησε πρόσφατα ο όμιλος Quest. Σημειωτέον, για το ίδιο διάστημα η Speedex εμφάνισε αύξηση 3,2% στις πωλήσεις συμβάλλοντας «θετικά στη λειτουργική κερδοφορία του ομίλου», όπως σημείωνε ο εισηγμένος στο Χ.Α. όμιλος Σφακιανάκη.
Όλες δείχνουν απλώς να παρακολουθούν το χάος κάνοντας υπομονή να περάσει το διάστημα των εορτών, αφού αφενός δεν υπάρχει πλέον διαχωρισμός καλού – κακού στα μάτια των καταναλωτών, αφετέρου μια επιστροφή στα επίπεδα όγκου προ του δευτέρου lockdown θα είναι αρκετή ώστε να μη χρειαστεί να προχωρήσουν σε άλλες επενδύσεις οι εταιρείες!