Η απόφαση των ΕΛΤΑ φέρνει στην επιφάνεια τις χρόνιες παθογένειες και την έλλειψη στρατηγικής μιας μεγάλης κρατικής εταιρείας, που δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς και δεν κατάφερε να επωφεληθεί από την ταχεία ανάπτυξη του κλάδου, οδηγούμενη τελικά σε παρακμή και απαξίωση, με συρρικνούμενο αντικείμενο εργασιών.
Η ελληνική αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών και και ταχυμεταφορών βρίσκεται σε φάση ταχείας ανάπτυξης, με τη διεύρυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου, την αύξηση των online συναλλαγών και την ανάγκη για γρήγορη, αξιόπιστη διακίνηση προϊόντων να λειτουργούν ως βασικοί μοχλοί ζήτησης.
Μέσα σε αυτήν τη θετική συγκυρία, ο παραδοσιακός ηγέτης του κλάδου, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία έμεινε πίσω. Αντί να κεφαλαιοποιεί την ανάπτυξη της αγοράς, χάνει συνεχώς μερίδιο, βλέποντας τους ιδιώτες ανταγωνιστές να ενισχύουν τη θέση τους και να μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές ενός δυναμικά μεταβαλλόμενου τοπίου.
Επι δεκαετία και πλέον οι “μεμψιμοιρούσες” διοικήσεις της εταιρείας επικαλούνταν την μείωση της αλληλογραφίας και τη συρρίκνωση του όγκου εργασιών, λόγω του τρόπου επικοινωνίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Ομως τα στοιχεία δείχνουν ότι η μείωση της αλληλογραφίας υπεραντισταθμίστηκε από την τεράστια αύξηση των ταχυμεταφορών και της διακίνησης-διανομής μικροδεμάτων, ως αποτέλεσμα ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου:
- Ο κλάδος εμφανίζει τα τελευταία χρόνια ρυθμούς ανάπτυξης εργασιών της τάξεως του 17% και ο ετήσιος τζίρος ανέρχεται σε 800 εκατ.
 - Σύμφωνα με την έκθεση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), το 2023 διακινήθηκαν περίπου 134 εκατομμύρια ταχυδρομικά αντικείμενα. Φέτος εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 170 εκατομμύρια. Το 67% ήταν μικροδέματα.
 
Οι ιδιωτικές εταιρείες ταχυμεταφορών αξιοποίησαν έγκαιρα την ευκαιρία. Η ACS, η μεγαλύτερη ελληνική επιχείρηση του κλάδου, έχει καταφέρει όχι μόνο να εδραιώσει την κυριαρχία της στην εγχώρια αγορά, αλλά και να προσελκύσει το ενδιαφέρον διεθνών ομίλων, που βλέπουν προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Παράλληλα, μικρότεροι παίκτες όπως η Speedex, η Courier Center και η Geniki Ταχυδρομική ενισχύουν τη θέση τους, επενδύοντας σε logistics, συστήματα πληροφορικής και δίκτυα διανομής που ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες απαιτήσεις των ηλεκτρονικών καταστημάτων.
Χάνουν μερίδια αγοράς
Η ειρωνεία είναι ότι η ανάπτυξη της αγοράς, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σανίδα σωτηρίας για τα ΕΛΤΑ, έχει μετατραπεί σε επιταχυντή της παρακμής τους. Οι ιδιώτες κερδίζουν όχι μόνο σε όγκο, αλλά και σε ποιότητα υπηρεσιών, αφήνοντας τον ιστορικό οργανισμό να αναζητεί εκ νέου τον ρόλο του σε μια αγορά που αλλάζει ριζικά.
Τα ΕΛΤΑ, με χρόνια προβλήματα οργανωτικής δυσκαμψίας, γραφειοκρατίας και παρωχημένων υποδομών, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής, όπου η ταχύτητα, η παρακολούθηση αποστολών σε πραγματικό χρόνο και η εξυπηρέτηση πελατών αποτελούν προϋποθέσεις για την προσέλκυση πελατών και όγκου εργασιών.
- Το μερίδιο εσόδων του Φορέα Παροχής Καθολικής Υπηρεσίας (ΦΠΚΥ) μειώθηκε από18% σε 15%.
 
Τις δύο προηγούμενες δεκαετές έγιναν σπασμωδικές προσπάθειες αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού. Ομως τα ΕΛΤΑ παρέμειναν βραδυκίνητος οργανισμός, εγκλωβισμένος σε ένα υβριδικό μοντέλο δημόσιου χαρακτήρα και αγοράς, που δεν του επιτρέπει να κινηθεί ευέλικτα και επιχειρηματικά.
Ανταγωνισμός και συγκέντρωση
Η αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών λειτουργεί πλέον σε περιβάλλον όλο και πιο ανταγωνιστικό, όπου ο ρόλος των ΕΛΤΑ περιορίζεται. Η τάση συγκέντρωσης με πιθανές εξαγορές και συγχωνεύσεις, ενισχύεται, καθώς οι μεγάλες εταιρείες αναζητούν μέγεθος και διεθνείς συνέργειες.
Η General Logistics Systems (GLS), θυγατρική του International Distribution Services, απέκτησε το 20% της ACS έναντι 74 εκατ. ευρώ. Εχει call option να αγοράσει το υπόλοιπο 80% στις 30/10/2026, με ελάχιστο προσυμφωνημένο τίμημα 296 εκατ. ευρώ.
Το ενδιαφέρον για την ACS δεν είναι τυχαίο: συνδυάζει κερδοφορία, αναγνωρισιμότητα και δυνατότητα γεωγραφικής επέκτασης, χαρακτηριστικά σπάνια για ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου.
Για τα ΕΛΤΑ το ερώτημα είναι αν έχουν πλέον χρονικά περιθώρια για να αναδιοργανωθούν και να ανακάμψουν. Και ακόμη σημαντικότερο το ερώτημα που απασχολεί το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο: Μπορεί να επιβιώσει η εταιρεία μέσα στις νέες συνθήκες, ή πρέπει να περιοριστεί σε έναν περιθωριακό ρόλο, περισσότερο κοινωνικής παρά οικονομικής σημασίας;
Διαβάστε ακόμη:
- Eurobank: Στα 2,4 δισ. ευρώ οι προσφορές για το ομόλογο – 4 φορές υπερκάλυψη
 - Deutsche Bank: Στους χαμένους του Οκτωβρίου το χρηματιστήριο της Αθήνας
 - ΕΛΤΑ- ACS: Πολλές φήμες αλλά είναι εφικτή η στρατηγική συνεργασία;
 - Φορολογικό νομοσχέδιο: Ποιες αλλαγές ενισχύουν τα εισοδήματα και μειώνουν τους φόρους