Ήταν 1η Ιουνίου 1998 όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άρχισε επίσημα τη λειτουργία της, σε μια Ευρώπη με 11 χώρες να ετοιμάζονται για την πιο τολμηρή νομισματική μετάβαση στην ιστορία: τη γέννηση του ευρώ. Ένα στοίχημα που τότε λίγοι θεωρούσαν βέβαιο ότι θα κερδηθεί.

Η ΕΚΤ σχεδιάστηκε για να εγγυηθεί τη σταθερότητα των τιμών και να διαχειριστεί ενιαία τη νομισματική πολιτική των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το θεσμικό της πλαίσιο διαμορφώθηκε από εκατοντάδες τεχνοκράτες μέσα σε λιγότερα από τρία χρόνια, με στόχο όχι μόνο την έγκαιρη μετάβαση στο ευρώ, αλλά και την προσαρμογή εκατοντάδων χιλιάδων συμβάσεων, συναλλαγών και ισοτιμιών.

Ο «κύριος ευρώ» και το πρώτο σοκ

Πρώτος πρόεδρος της ΕΚΤ ορίστηκε ο Ολλανδός Βιμ Ντούιζεμπεργκ. Έμπειρος τεχνοκράτης, με προϋπηρεσία στο ΔΝΤ και στην Κεντρική Τράπεζα της Ολλανδίας, ταυτίστηκε με τη γέννηση του ευρώ, όμως σύντομα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Η ισοτιμία του κοινού νομίσματος έναντι του δολαρίου υποχωρούσε απότομα, ενώ δηλώσεις του – όπως ότι ακόμη και η κατάρρευση του ευρώ δεν θα απειλούσε τη σταθερότητα των τιμών – επέτειναν την ανασφάλεια.

Η πιο ηχηρή απόδειξη αυτής της αδυναμίας ήρθε το 2000, όταν οι G7 υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε συντονισμένη παρέμβαση στήριξης του ευρώ, σηματοδοτώντας την πρώτη “διάσωση” του νέου νομίσματος.

Η εποχή Τρισέ και οι πρώτες μεγάλες κρίσεις

Τον Νοέμβριο του 2003, τη σκυτάλη ανέλαβε ο Ζαν Κλοντ Τρισέ. Η θητεία του συνέπεσε με τη μεγαλύτερη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση από το 1929, αρχής γενομένης με την κατάρρευση της Lehman Brothers και την κρίση των subprime δανείων.

Ο Τρισέ κινήθηκε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα: στις 9 Αυγούστου 2007, ενέκρινε ρευστότητα 95 δισ. ευρώ μέσα σε 3 ώρες, μια παρέμβαση που προκάλεσε αίσθηση. Παρά τις κριτικές για καθυστερημένη κατανόηση της κρίσης, ο ίδιος εφάρμοσε πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (SMP) όταν το 2010 οι κερδοσκοπικές πιέσεις στόχευσαν τις ασθενέστερες χώρες του Νότου, Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία.

Ωστόσο, αρνήθηκε κατηγορηματικά την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθυστερώντας αποφάσεις που τελικά ελήφθησαν το 2011. Παρά τις αντιδράσεις, κατοχύρωσε τον ρόλο της ΕΚΤ ως θεσμικού εγγυητή.

Ο άνθρωπος που έσωσε το ευρώ

Ο Ιταλός Μάριο Ντράγκι ανέλαβε την ΕΚΤ τον Νοέμβριο του 2011, στη δίνη της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Οι αγορές δοκίμαζαν τις αντοχές της Ευρωζώνης και τα σενάρια διάλυσης πλήθαιναν. Ο Ντράγκι με μία μόνο φράση κατάφερε να ανακόψει την κατρακύλα:
«Whatever it takes» – «Ό,τι χρειαστεί για να σωθεί το ευρώ».

Η δήλωσή του, που απηύθυνε στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 2012, σήμανε συναγερμό στους κερδοσκόπους και καθησύχασε τις αγορές. Λίγο αργότερα, ανακοίνωσε το μηχανισμό απεριόριστης αγοράς ομολόγων, υπό προϋποθέσεις. Ήταν αρκετό για να ρίξει τα spreads και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη.

Ο Ντράγκι καθιέρωσε τον ρόλο της ΕΚΤ ως τελικού εγγυητή της συνοχής της Ευρωζώνης. Το 2015 εισήγαγε την ποσοτική χαλάρωση (QE), με αγορές ομολόγων άνω των 2 τρισ. ευρώ, σε συνδυασμό με επιτόκιο καταθέσεων στο -0,4%. Η ανάπτυξη επανήλθε και ο δανεισμός των τραπεζών αυξήθηκε θεαματικά.

Παράλληλα, προώθησε την τραπεζική εποπτεία, εγκαινιάζοντας τον SSM και καθιερώνοντας τακτικά stress tests. Άφησε πίσω του μια ΕΚΤ ενισχυμένη θεσμικά, με παρεμβατικό ρόλο και διεθνές κύρος.

Η Λαγκάρντ και οι κρίσεις της επόμενης μέρας

Η διαδοχή του Ντράγκι από την Κριστίν Λαγκάρντ σηματοδότησε τη μετατροπή της ΕΚΤ σε πιο πολιτικοποιημένο θεσμό. Πρώην υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του ΔΝΤ, χωρίς οικονομική κατάρτιση, αλλά με υψηλό κύρος, ανέλαβε το τιμόνι λίγο πριν την πανδημία.

Η ανταπόκρισή της ήταν άμεση: το Μάρτιο 2020 ενεργοποίησε το PEPP – ένα νέο πρόγραμμα πανδημικής στήριξης 750 δισ. ευρώ, που έφτασε σταδιακά τα 1,85 τρισ. ευρώ. Το πρόγραμμα αγόρασε χρόνο στην ΕΕ και διέσωσε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις από την κατάρρευση.

Όμως η καθυστέρηση στην αντίδραση στον πληθωρισμό το 2022–2023 κόστισε ακριβά. Η ΕΚΤ άργησε να εγκαταλείψει τις χαλαρές πολιτικές, αφήνοντας την Ευρωζώνη έκθετη σε υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη. Η Λαγκάρντ βρέθηκε στο στόχαστρο για λανθασμένες εκτιμήσεις, γεγονός που υπονόμευσε την αξιοπιστία της.

Μπροστά στη νέα γεωοικονομική σκακιέρα

Η Λαγκάρντ θεωρεί πλέον ότι το ευρώ μπορεί –και πρέπει– να αναβαθμιστεί σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ιδιαίτερα με την υποχώρηση του δολαρίου και τον κατακερματισμό των γεωπολιτικών ισορροπιών. Ένα ισχυρό ευρώ θα σημαίνει φθηνότερο δανεισμό, προστασία από νομισματικούς κραδασμούς και μείωση εξωτερικών εξαρτήσεων.

Για να συμβεί αυτό, όμως, χρειάζονται τολμηρές αποφάσεις: τραπεζική ένωση με EDIS, θεσμική ολοκλήρωση, ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων. Όλα αυτά συνδέονται με την πολιτική βούληση και όχι απλώς τη νομισματική στρατηγική.

Πέμπτη 6 Ιουνίου: Πέρα από τα επιτόκια

Το Δ.Σ. της ΕΚΤ την Πέμπτη 6 Ιουνίου θεωρείται σημείο καμπής. Αναμένεται μείωση επιτοκίων κατά 0,25%, που θα «προσγειώσει» το βασικό επιτόκιο στο 2%. Όμως το σημαντικότερο θα είναι η ρητορική Λαγκάρντ: αν σηματοδοτήσει νέο κύκλο χαλάρωσης ή αν κρατήσει ανοιχτή την πόρτα για μελλοντικές αυξήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, μετά από 27 χρόνια πορείας, η ΕΚΤ δεν είναι πλέον απλώς μια Τράπεζα. Είναι πυλώνας ευρωπαϊκής ισχύος, με πολιτικό βάρος και ρόλο που ξεπερνά τα όρια των αγορών. Η επόμενη μέρα της ΕΚΤ θα είναι –όπως και η επόμενη μέρα της Ευρώπης– ζήτημα ηγεσίας, τόλμης και αντοχής.

Διαβάστε ακόμη: