Τραπεζίτες και servicers αναθεωρούν τις αισιόδοξες προβλέψεις τους για τα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας και έρχονται να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, ανεβάζοντας μάλιστα τον λογαριασμό στα 14 δις ευρώ για την τριετία 2022-2024 αντί των 10 δισ. ευρώ που είναι η πρόβλεψη της ΤτΕ.
Συγκεκριμένα η doValue –που είναι ο μεγαλύτερος διαχειριστής προβληματικών δανείων στην Ελλάδα με χαρτοφυλάκιο στα 38δις ευρώ- υπολογίζει ότι η πανδημία θα «γεννήσει» 5 δισ. ευρώ νέα «κόκκινα» δάνεια φέτος, άλλα 5 δισ. ευρώ το 2023 και 4δισ. ευρώ το 2024.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες έχουν «κάβα» 11 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια στα χαρτοφυλάκια τους, ενώ άλλα 10 δισ. ευρώ βρίσκονται ακόμα σε κάποια μορφής προστασία, όπως είναι τα προγράμματα step up.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η εκτίμηση της PwC, η οποία εκτός από τα 14 δισ. ευρώ νέα «κόκκινα» στην Ελλάδα, προβλέπει ότι θα αυξηθούν κατά 90 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ιταλία (44 δισ. το 2022, 30 δισ. το 2023 και 16 δισ. το 2024) και κατά 92 δισ. ευρώ σε Ισπανία και Πορτογαλία (38 δισ. ευρώ το 2022, 29 δισ. το 2023 και 26 δισ. το 2024).
Και ενώ οι τράπεζες αρχικά υπολόγιζαν πως λόγω της πανδημικής κρίσης θα δημιουργηθούν 4-5 δισ. ευρώ νέα προβληματικά δάνεια, τώρα υπερδιπλασιάζουν το ύψος τους.
Την εκτίμηση αυτή ουδόλως συμμερίστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ζητά από τους τραπεζίτες να είναι alert στην μέτρηση του κινδύνου και να λαμβάνουν προβλέψεις για να αποφύγουν τα απρόοπτα.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, στην Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ ο Διοικητή Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε πως τα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας δεν έχουν μετρηθεί ακόμα και ότι η κατάσταση δεν επιτρέπει εφησυχασμό, καθώς «το πραγματικό μέγεθος της επίπτωσης της πανδημίας, το οποίο δεν μπορεί ακόμη να ποσοτικοποιηθεί, εκτιμάται ότι θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση, δηλαδή μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας».
Για το λόγο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να επανεξετάζουν συνεχώς την επάρκεια των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, να ενισχύσουν τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για ενδεχόμενη αθέτηση πληρωμής δανείων, ενώ είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να υπάρξει προσεκτικός σχεδιασμός του χρονοδιαγράμματος άρσης των μέτρων στήριξης.
Τα τρία σενάρια της doValue
Ο Θοδωρής Καλαντώνης, Εκτελεστικός Πρόεδρος της doValue ανέφερε χαρακτηριστικά πως στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2021 ο δείκτης NPEs στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 15%, «αν και είναι αισθητά χαμηλότερα από το ιστορικό υψηλό 47% του 2016, απέχει πολύ από τον τελικό στόχο, που είναι ο δείκτης να υποχωρήσει κάτω από το 5% τα επόμενα δύο με τρία χρόνια».
Για να συμπληρώσει πως «αναμένεται να δημιουργηθούν άλλα 14 δις ευρώ «κόκκινα» δάνεια μέχρι το τέλος του 2024», τα οποία, όπως σημείωσε, θα προστεθούν στα 10+ δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια που υπάρχουν σήμερα στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Και παρουσίασε τρία σενάρια της doValue Greece για τη συμπεριφορά δανείων ύψους 200 δισ. ευρώ σε Ελλάδα και Κύπρο:
– Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο το ποσοστό επισφάλειας διαμορφώνεται στο 4,5%, και δημιουργούνται περί τα 11 δισ. ευρώ νέα κόκκινα δάνεια το χρόνο. Το σενάριο αυτό δεν θεωρείται πιθανό, καθώς τα μακροοικονομικά δεδομένα συνηγορούν για ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας, επομένως και για δυνατότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετούν ομαλά τα δάνειά τους.
– Στο δεύτερο σενάριο τα «κόκκινα» θα τρέχουν με ρυθμό 3% με 3,5% δηλαδή στα 7-8 δισ. ευρώ το χρόνο και το οποίο είναι το πιθανότερο να συμβεί φέτος σύμφωνα με τη doValue.
– Στο τρίτο σενάριο το ποσοστό επισφαλειών διαμορφώνεται στο 2,5% με τα νέα «κόκκινα» στα 6 δισ. ευρώ το χρόνο. Και αυτό σύμφωνα με την doValue θα συμβεί το 2023 και το 2024.
Η εξέλιξη των «κόκκινων»
Σύμφωνα με την ΤτΕ το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε σε 20,9 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 και αυτό επετεύχθη μέσα από τις τιτλοποιήσεις που εντάχθηκαν στο σχέδιο «Ηρακλής».
Αυτή η υποχώρηση στα «κόκκινα» χαρτοφυλάκια, οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 26,2 δισεκ ευρώ, τις τιτλοποιήσεις δηλαδή του «Ηρακλή», και λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω αναδιαρθρώσεων και ρυθμίσεων δανείων, είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λ.π.)
Επίσης σημαντικό ρόλο στη μείωση των ΜΕΔ έπαιξε –και μετά τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων-, τα προγράμματα που λάνσαραν οι τράπεζες για τη διευκόλυνση των πελατών τους όσον αφορά τους όρους αποπληρωμής των δανείων τους.
Το ζητούμενο είναι τράπεζες και servicers να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους σε δανειολήπτες με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας, ώστε να διευκολυνθούν προκειμένου να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία.