Υπάρχει ακόμα περιθώριο για την αύξηση της αποδοτικότητας του ελληνικού δημοσίου λέει η Κομισιόν παρά τα μέτρα που λαμβάνει η Ελλάδα για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης της.
Αυτή είναι η φράση- κλειδί, στην τελευταία Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, η οποία αν μη τι άλλο δείχνει να “κουμπώνει” με τα πρώτα αποτελέσματα της αξιολόγησης, που κάνουν οι Έλληνες πολίτες στις δημόσιες υπηρεσίες.
Το ότι το ελληνικό Δημόσιο βρίσκεται προ πολλού στο μικροσκόπιο των τεχνοκρατών της Κομισιόν, είναι γνωστό τοις πάσι. Αποτέλεσε, άλλωστε, ένα από τα σημεία τριβής κατά την περίοδο των Μνημονίων, όπου τις περισσότερες φορές οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες έβαλαν “πλάτη” στη γνωστή προσέγγιση του ΔΝΤ, με τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα: “πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι”.
Οι καθυστερήσεις
Έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και το μόνο σίγουρο είναι ότι το Δημόσιο δεν είναι αυτό που ήταν πριν από 15- 20 χρόνια, με την διείσδυση των νέων τεχνολογιών να λειτουργεί ως καταλύτης.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, το Σχέδιο Ανάκαμψης περιλαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου ενός πλαισίου πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που εγκρίθηκε το 2023, το οποίο αναμένεται να βελτιώσει τον συντονισμό μεταξύ του κεντρικού, του περιφερειακού και του τοπικού επιπέδου διοίκησης. Ωστόσο, είναι πιθανό να επιτευχθεί καλύτερος συντονισμός μόνο όταν το πλαίσιο καταστεί πλήρως λειτουργικό, ιδίως όταν τεθούν σε εφαρμογή οι δομές διακυβέρνησης, τα πληροφοριακά συστήματα και η νομική κωδικοποίηση, ώστε να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες της περιφερειακής και της τοπικής διοίκησης (προβλέπεται να εγκριθεί το 2025). Κοινώς, υπάρχουν καθυστερήσεις.
Σε τί συνίσταται αυτό το απλουστευμένο νομικό πλαίσιο για την τοπική αυτοδιοίκηση και γιατί θεωρείται κρίσιμο; Γιατί πολύ απλά αναμένεται να αναθέσει σαφείς αρμοδιότητες και να επιβάλει υποχρεώσεις λογοδοσίας σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς και να συμβάλει στην αποφυγή αλληλεπικαλυπτόμενων εντολών.
Αξιολόγηση και μισθοί
Έπειτα από σημαντική προσαρμογή μετά το 2010, το μέγεθος και το κόστος της δημόσιας διοίκησης ευθυγραμμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με τον μέσο όρο της ΕΕ. Το μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα της Ελλάδας παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό το 2024 στο 10,3% του ΑΕΠ, κατά τι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,2% του ΑΕΠ). Όπως τονίζει η Κομισιόν, “για να διατηρηθεί αυτό το ποσοστό είναι καίριας σημασίας να συνεχιστεί η εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου, με παράλληλη διατήρηση των τρεχόντων επιπέδων στελέχωσης, μεταξύ άλλων και για το έκτακτο προσωπικό”.
Αυτό που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού είναι ότι οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες προκρίνουν το δίπολο “αξιολόγηση- μισθολογική εξέλιξη”. Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) εφαρμόζει εκτεταμένο πρόγραμμα ανάπτυξης ικανοτήτων, το οποίο υποστηρίζεται από το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Το πρόγραμμα καλύπτει πολλούς δημόσιους υπαλλήλους και επικεντρώνεται σε βασικές δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών δεξιοτήτων και των δημόσιων συμβάσεων.
Όπως σημειώνει η Κομισιόν, η ανανεωμένη ετήσια διαδικασία αξιολόγησης που καθιερώθηκε το 2022 βελτίωσε τον καθορισμό στόχων για τους δημόσιους υπαλλήλους και κατέστησε δυνατό τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των βασικών δεξιοτήτων των δημόσιων υπαλλήλων.
Το σύστημα αμοιβής βάσει επιδόσεων που θεσπίστηκε μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης ενίσχυσε περαιτέρω τη σύνδεση του συστήματος αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης με προκαθορισμένους στόχους, με την επισήμανση- παρατήρηση ότι υπάρχουν περιθώρια επέκτασης του εν λόγω συστήματος αξιολόγησης ώστε να καλύπτει περισσότερους δημόσιους οργανισμούς.
Οι προκλήσεις
Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την παροχή ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις, αλλά εξακολουθεί να υστερεί όσον αφορά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών στους πολίτες. Η Ελλάδα έχει επίσης σημαντικά περιθώρια να βελτιώσει τη διαφάνεια και τις κανονιστικές πρακτικές, να ελαχιστοποιήσει τη διοικητική επιβάρυνση και να απλουστεύσει τη νομοθεσία.
Όπως επισημαίνει η Έκθεση της Κομισιόν, “παρότι η Ελλάδα έχει προβεί σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησής για την τόνωση της παραγωγικότητας, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει βασικές προκλήσεις όσον αφορά την εδραίωση μιας νοοτροπίας διά βίου μάθησης στη δημόσια διοίκηση. Επιπλέον, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις που επηρεάζουν τη συνολική αποδοτικότητά του, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια των διαδικασιών”.
Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι τα επίπεδα εμπιστοσύνης στους δημόσιους θεσμούς είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το μεγαλύτερο χάσμα εμπιστοσύνης μεταξύ των εθνικών θεσμών της Ελλάδας παρατηρείται μεταξύ της εμπιστοσύνης στο δικαστικό σώμα και της εμπιστοσύνης στην κεντρική κυβέρνηση. Στην ερώτηση ποιες βελτιώσεις μπορούν να αυξήσουν την εμπιστοσύνη στη δημόσια διοίκηση της Ελλάδας, το 63 % των πολιτών επισήμανε τη μείωση της γραφειοκρατίας (ΕΕ: 52 %), το 44 % την αύξηση της διαφάνειας σχετικά με τις αποφάσεις και τη χρήση του δημόσιου χρήματος (ίδιο ποσοστό με την ΕΕ) και το 44 % την καλύτερη ειδίκευση των δημόσιων υπαλλήλων (ΕΕ: 30 %) ( 92).
Επιλεγμένοι δείκτες δείχνουν, άλλωστε, ότι η δημόσια διοίκηση της Ελλάδας χρειάζεται περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρότι η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη μείωση του φόρτου που
συνεπάγεται η χορήγηση αδειών και εγκρίσεων, ορισμένες διοικητικές διαδικασίες εξακολουθούν να είναι πολύ χρονοβόρες. Για παράδειγμα, ο μέσος χρόνος για τη λήψη αποφάσεων από τους αγοραστές του δημόσιου τομέα, μετρούμενος ως ο χρόνος μεταξύ της προθεσμίας για την παραλαβή των προσφορών και της ημερομηνίας ανάθεσης της σύμβασης, υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ (212 ημέρες στην Ελλάδα έναντι 99 ημερών κατά μέσο όρο στην ΕΕ), με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αβεβαιότητα για τις εταιρείες.
Επιπλέον, οι δείκτες B-READY δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες μείωσης του χρόνου που απαιτείται για τη μεταβίβαση κυριότητας ή την έκδοση οικοδομικής άδειας, για τη λήψη επιστροφής ΦΠΑ ή για την πληρωμή στο πλαίσιο δημόσιας σύμβασης. Τέλος, παρότι οι δείκτες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει υιοθετήσει ορισμένες από τις βέλτιστες πρακτικές για τη μείωση του φόρτου που συνεπάγεται η απόκτηση αδειών και εγκρίσεων, εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ευθυγράμμισης του ελληνικού συστήματος αδειοδότησης με τις βέλτιστες πρακτικές, π.χ. με την τακτική αξιολόγηση του αν εξακολουθούν να απαιτούνται οι εν λόγω άδειες και εγκρίσεις ή αν θα πρέπει να ανακληθούν.