Oταν το ζευγάρι των Ελβετών ολοκλήρωσε τις διακοπές του φέτος το καλοκαίρι στο ξενοδοχείο των Κυκλάδων, ήταν τόσο ικανοποιημένο που ζήτησε να κλείσει από φέτος δωμάτιο και για την επόμενη χρονιά. Και μάλιστα νωρίτερα, αρχές Μαΐου, προκειμένου να αποφύγει τις ακραίες θερμοκρασίες του μεσογειακού καλοκαιριού. Ομως το τμήμα κρατήσεων του μικρού, αλλά πέντε αστέρων, ξενοδοχείου ευγενικά ενημέρωσε ότι το ξενοδοχείο δεν θα ανοίξει πριν από τα τέλη εκείνου του μηνός, αν όχι στις αρχές Ιουνίου.
Δεν πρόκειται βεβαίως για μεμονωμένο παράδειγμα ούτε από την πλευρά του ταξιδιώτη ούτε από την πλευρά του ξενοδοχείου. Η ζήτηση για διακοπές «ήλιου και θάλασσας» στη Μεσόγειο αυξάνεται τα τελευταία χρόνια και για τους χειμερινούς μήνες, πόσο μάλλον για την άνοιξη και το φθινόπωρο. Σύμφωνα μάλιστα με μεγάλη κυλιόμενη πανευρωπαϊκή έρευνα που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ταξιδιών (ETC), ο ευρωπαϊκός νότος και οι μεσογειακοί προορισμοί όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία βλέπουν φέτος αύξηση της τάξης του 7% στις προτιμήσεις των προθέσεων των Ευρωπαίων για ταξίδια από τώρα έως και τον Μάρτιο. Ειδικότερα, ποσοστό 20% θέλει να ταξιδέψει για να επισκεφθεί κάποια πόλη και 19% για να κάνει διακοπές στη θάλασσα. Προσέξτε: για το διάστημα από τον Οκτώβριο έως και τον Μάρτιο.
Κλιματική αλλαγή, καλύτερες τιμές και λιγότερη κίνηση στους προορισμούς είναι μερικοί από τους λόγους που οδηγούν αυτή την τάση. Τάση την οποία εφόσον εκμεταλλευτεί η Ελλάδα θα μπορέσει να «σπάσει» την εποχικότητα του τουρισμού, που αποτυπώνεται στο γεγονός ότι περί το 60% των ταξιδιωτικών εισπράξεων της χώρας πραγματοποιείται στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Εποχικότητα που υπερφορτώνει τους προορισμούς, δοκιμάζει τις αντοχές των υποδομών και των τοπικών κοινωνιών και περιορίζει την πλήρη απασχόληση στον κλάδο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα περισσότερα ξενοδοχεία, όμως, αποφεύγουν να ανοίξουν νωρίτερα, για παράδειγμα τον Μάρτιο και η όποια διεύρυνση της λειτουργίας τους εντοπίζεται τον Οκτώβριο και τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου μέχρι στιγμής. Γιατί; Μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) που βασίστηκε και σε έρευνα της PWC η οποία δημοσιοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα, δείχνει ξεκάθαρα το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών ξενοδοχείων σε σχέση με εκείνα των άλλων μεσογειακών χωρών. Ανταγωνιστικότητα που επιβαρύνεται από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές, τέλη και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις. Με λίγα λόγια, η μελέτη δείχνει ότι κλασικό ελληνικό ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων χωρίς πολύ υψηλή πληρότητα δουλεύει με ζημίες και κατά τους μήνες πριν και μετά την περίοδο του καλοκαιριού, τους λεγόμενους και shoulder months.
«Αν και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει βελτιώσει σημαντικά τη θέση της ως προς τη φορολογική ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων γενικά, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη φορολογία στον τουριστικό τομέα, λόγω υψηλού ΦΠΑ διαμονής και τέλους ανθεκτικότητας, καθώς και μη μισθολογικού κόστους, ιδιαίτερα για τους υψηλότερους μισθούς», αναφέρει το ΙΝΣΕΤΕ.
Το Ινστιτούτο Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων κάνει λόγο για υπερβάλλουσα φορολογική πίεση που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ξενοδοχεία έναντι των ανταγωνιστών τους, που έχει σημαντικές επιπτώσεις αφενός στην οικονομική βιωσιμότητα κυρίως των πιο αδύναμων επιχειρήσεων, που με μεγάλη συχνότητα απαντώνται –ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά– στους λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς και αφετέρου στη συρρίκνωση (σ.σ. εποχικότητα) της τουριστικής περιόδου σε σχέση με τις δυνατότητες της χώρας.
Ως αποτέλεσμα, υπάρχει διαρθρωτική πίεση στη χώρα για υψηλότερες τιμές ώστε να καλύπτονται οι φόροι και τα υπόλοιπα λειτουργικά κόστη, προσθέτει. Εκτιμά δε πως με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνονται τα κίνητρα για αύξηση των αποδοχών και παραγωγικές επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα γίνονται ακριβά τα ξενοδοχεία της χώρας για τους Ελληνες. Η σύγκριση των φορολογικών και άλλων επιβαρύνσεων έγινε μεταξύ της Ελλάδας και των βασικών ανταγωνιστών της στον τουρισμό, δηλαδή Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Τουρκία, Κύπρο και Πορτογαλία. Για το ελληνικό ξενοδοχείο, συγκεκριμένα, λόγω των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ, του τέλους ανθεκτικότητας και του υψηλού μη μισθολογικού κόστους, τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις δαπάνες για φόρους και εισφορές (αντιστοιχούν μόλις στο 56,9% των δαπανών αυτών), ενώ στην Πορτογαλία τα EBITDA αντιστοιχούν στο 111,9% των ίδιων φόρων και εισφορών και στην Κύπρο είναι σχεδόν τριπλάσια (171,1%). Ακόμη, το ελληνικό ξενοδοχείο έχει τα χαμηλότερα EBITDA σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που εξετάζονται και, ενδεικτικά, λαμβάνει έως και 38,4% λιγότερα EBITDA σε σχέση με την Κύπρο. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ένα συνολικό ημερήσιο κόστος δίκλινου δωματίου στα 150 ευρώ (περιλαμβανομένων όλων των τελών – φόρων), με το 90% της τιμής πακέτου να αφορά τη διαμονή και το 10% την εστίαση, και λαμβάνοντας υπόψη τον μέσο όρο του υψηλότερου και χαμηλότερου φόρου ή τέλους διαμονής για τις χώρες της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Κροατίας, προκύπτει μεταξύ άλλων ότι η ελληνική ξενοδοχειακή επιχείρηση έχει το χαμηλότερο καθαρό έσοδο. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι ο εργαζόμενος στην Ελλάδα λαμβάνει το 63,5% του ποσού που κοστίζει στην επιχείρηση, έναντι 76,7% στην Κύπρο, ποσοστό που είναι πάντως βελτιωμένο σε σχέση με το 2015.