Mέχρι το τέλος της χρονιάς υπολογίζεται να έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία για την απόκτηση από επενδυτικά κεφάλαια της Blackstone του ξενοδοχείου «Grand Hyatt» σε ένα από τα σημαντικότερα deals -και μάλιστα με ξένους παίκτες- όχι μόνο για τον ξενοδοχειακό κλάδο, αλλά γενικότερα για την εγχώρια αγορά ακινήτων. Με αυτή τη συμφωνία, την οποία η αγορά τοποθετεί πέριξ των 230 εκατ. ευρώ, αλλά και άλλες που έκλεισαν ήδη ή δρομολογούνται προσεχώς, τα deals στα ξενοδοχεία στη χώρα μας για το 2024 ήδη είναι υπερδιπλάσια σε όγκο σε σχέση με πέρυσι, αποτυπώνοντας και το μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον για τον ελληνικό τουρισμό.

Από πλευράς αριθμών, ήδη στο πρώτο εξάμηνο του 2024 με βάση τα στοιχεία της διεθνούς εταιρείας συμβούλων ακινήτων Cushman & Wakefield Proprius, οι συναλλαγές σε ξενοδοχειακά ακίνητα τοποθετούνται κοντά στα 300 εκατ. ευρώ. Το νούμερο είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023 και μέχρι τα τέλη της χρονιάς θα έχει υπερδιπλασιαστεί αν συνυπολογιστούν τα νέα deals που έκλεισαν μέσα στο καλοκαίρι: Πρώτο, αυτό της Blackstone μέσω του ξενοδοχειακού βραχίονα της Hotel Investment Partners – HIP (στην οποία με μειοψηφικό ποσοστό συμμετέχει και το επενδυτικό ταμείο της Σιγκαπούρης GIC) με τo δίδυμο των Henderson Park-Hines για το ξενοδοχείο «Grand Hyatt» της λεωφόρου Συγγρού.

Το 5άστερο της Συγγρού θα αποτελέσει το 8ο ξενοδοχείο κάτω από την ομπρέλα της HIP και το πρώτο μεγάλο αστικό ξενοδοχείο στη Μεσόγειο για την εταιρεία που επικεντρώνεται επενδυτικά στα resorts, ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι επίκεινται νέες εξαγορές στη χώρα μας και προσεχώς τα 8 ξενοδοχεία θα γίνουν 10 για τον όμιλο στην Ελλάδα.

Δεύτερο μεγάλο deal που έκλεισε επίσης μέσα στο καλοκαίρι αφορά τη στρατηγική συνεργασία της Premia Properties ΑΕΕΑΠ με το Nordic Leisure Travel Group (NLTG). Τον Ιούλιο του 2024 η εισηγμένη Premia προχώρησε στην πρώτη της επένδυση στον τουριστικό κλάδο μέσω συμφωνίας πώλησης και επαναμίσθωσης (sale and leaseback) ύψους άνω των 112 εκατ. ευρώ με τον όμιλο NLTG για δύο ξενοδοχεία 4 αστέρων σε Ρόδο και Κρήτη, συνολικής δυναμικότητας 800 κλειδιών. Η NLTG, με μεγάλο αποτύπωμα στις σκανδιναβικές αγορές, θα συνεχίσει να λειτουργεί τα δύο ξενοδοχεία  μέσω μακροχρόνιας μίσθωσης, ενώ ο εκτιμώμενος ορίζοντας ολοκλήρωσης της συμφωνίας είναι έως το τέλος του έτους.

Η στρατηγική συνεργασία με τον όμιλο NLTG θα ενισχυθεί και με τη συμμετοχή του σε μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Ρremia επίσης έως το τέλος της χρονιάς.

Ξενοδοχεία: Χρονιά-ορόσημο

Το 2024 λοιπόν προβλέπεται ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό ορόσημο για τα ξενοδοχειακά deals στην Ελλάδα, η οποία ήδη είχε ανέβει σημαντικά στην ευρωπαϊκή λίστα από την περσινή χρονιά. Το 2023 η αξία των ξενοδοχείων που πωλήθηκαν στη χώρα μας ανήλθε σε 300 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 23% σε σχέση με το 2022. Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 η Ελλάδα, έστω κι αν έχει πολύ μικρότερο μέγεθος σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία ή η Γαλλία, περιλαμβάνεται στις χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση σε ξενοδοχειακά deals, κατά 96% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023. Συνολικά στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία από την Cushman & Wakefield Proprius, η αξία των ξενοδοχείων που άλλαξαν χέρια το πρώτο εξάμηνο του 2024 αντιστοιχεί σε 11,6 δισ. ευρώ με 470 ιδιοκτησίες δυναμικότητας άνω των 53.000 δωματίων, άνοδο κατά 49% έναντι του πρώτου εξαμήνου του 2023 και μόλις 9% χαμηλότερα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, που ήταν και η καλύτερη χρονιά. Η πρωτιά για φέτος ανήκει στην πλέον ώριμη αγορά, αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, με έναν επενδυτικό όγκο στα 4,7 δισ. ευρώ και εντυπωσιακή άνοδο σε ετήσια βάση κατά 219% και ακολουθούν με 1,6 δισ. ευρώ και 1,5 δισ. ευρώ η Ισπανία και η Γαλλία.

Ανοδος, αλλά και κόπωση

Για την Ελλάδα, η αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος είναι απτή, με ουκ ολίγα μεγάλα ονόματα, εγχώρια και ξένα, να επιδεικνύουν σημαντικό ενδιαφέρον σε συνέχεια των θετικών επιδόσεων του ελληνικού τουρισμού, ο οποίος συνεχίζει ανοδικά μεν, ωστόσο πλέον όχι και τόσο… ανέφελα.

Το 2024 είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτελέσει άλλη μία χρονιά-ρεκόρ σε ταξιδιωτικές εισπράξεις για τον κλάδο, τις οποίες ήδη το κυβερνητικό επιτελείο, προ ημερών, διά στόματος της υπουργού Τουρισμού Ολγας Κεφαλογιάννη, τοποθετεί για το σύνολο της χρονιάς στα 22 δισ. ευρώ, έναντι του περσινού ρεκόρ των 20,6 δισ. ευρώ. Ηδη στο επτάμηνο, τα επίσημα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος έδειξαν άνοδο κατά 577,5 εκατ. ευρώ, ή 5,6%, έναντι του αντίστοιχου 7μήνου του 2023, αγγίζοντας τα 11 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, η κόπωση που κατέγραψαν τα ίδια στοιχεία τον Ιούλιο, με πτώση εισπράξεων κατά 4,2%, στα 4,03 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με την όλη συζήτηση -όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και πανευρωπαϊκά- για τους δημοφιλείς προορισμούς που βρίσκονται στα όριά τους την υψηλή σεζόν, δημιουργούν εύλογο προβληματισμό για την επόμενη χρονιά με αιχμή τις υποδομές, αλλά πλέον και την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Οι πρόσφατες κυβερνητικές ανακοινώσεις για την επικείμενη αύξηση στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή αλλά και την επιβολή τέλους στην κρουαζιέρα είναι ένας πρόσθετος λόγος ανησυχίας για το 2025 στο κομμάτι της ανταγωνιστικότητας από πλευράς των τουριστικών φορέων, οι οποίοι είναι στα κάγκελα και λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων σε σχέση με τα νέα επενδυτικά έργα και τον Αναπτυξιακό.

Οπως επισημαίνεται μάλιστα από τον ίδιο τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), ο Αναπτυξιακός Νόμος 4887/2022, αν και ψηφίστηκε στις 4/2/2022, «δεν έχει ακόμη να επιδείξει κάποια απόφαση υπαγωγής για τουριστική επιχείρηση», σε μία συγκυρία που είναι κρίσιμο να αυξηθούν οι πόροι για τις τουριστικές επενδύσεις του Αναπτυξιακού Νόμου, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι ανέρχονται σε μόλις 300 εκατ. ευρώ ενώ οι αιτήσεις ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ.

Επενδυτικό ενδιαφέρον

Το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι δεδομένο για τον κλάδο όπου ουκ ολίγα ονόματα, υφιστάμενα αλλά και νέα, από την Ελλάδα και το εξωτερικό διαγκωνίζονται όταν βγαίνουν στην αγορά ξενοδοχεία σε δημοφιλείς προορισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διαδικασία για τα δύο ξενοδοχεία της NLTG που κατέληξε στο deal με την Premia ενδιαφέρον στην αρχική διαδικασία είχαν εκδηλώσει, κατά τις πληροφορίες, κάποιες… δεκάδες ξένα επενδυτικά κεφάλαια, ενώ από την Ελλάδα, πέραν της Premia, ακούστηκε και το όνομα της επενδυτικής Τrastor, η οποία επίσης επιχειρεί άνοιγμα στον κλάδο της φιλοξενίας και αναζητεί το κατάλληλο project.

Οι Premia και Trastor είναι οι δύο πιο καινούριες προσθήκες μεταξύ των εγχώριων ΑΕΕΑΠ που επιχειρούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη παρουσία στον τουριστικό κλάδο όπου ήδη έχουν τοποθετήσεις οι λοιπές Επενδυτικές Aκινήτων, όπως η Prodea Investments μέσω και της Mediterranean Hospitality Ventures – MHV, η Briq Properties και η Νοval. Από τα ξένα επενδυτικά ονόματα, οι HIG με την ξενοδοχειακή πλατφόρμα των Ella Resorts για επενδύσεις στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, Zetland Capital και Αzora Group με ξενοδοχειακές μονάδες αμφότερες σε έναν κορυφαίο προορισμό όπως η Ρόδος, Goldman Sachs και Bain Capital στη Χαλκιδική είναι μερικοί μόνο από αυτούς που έχουν ήδη τοποθετηθεί στον ελληνικό κλάδο φιλοξενίας. Αλλοι ξένοι παίκτες, όπως οι Highgate Capital Group, Starwood Capital, Τrinity Investments, ακούγεται ολοένα περισσότερο ότι αναζητούν ευκαιρίες για να πάρουν θέση στην ελληνική αγορά φιλοξενίας.

Ενα ακόμη όνομα είναι αυτό της επενδυτικής Brook Lane Capital με επικεφαλής τον διαχειριστή κεφαλαίων Αζίς Φράνσις, ευρέως γνωστή για τις τοποθετήσεις της στην Αθηναϊκή Ριβιέρα (εντός του project του Ελληνικού, αλλά και με το ολοκαίνουριο ξενοδοχειακό εγχείρημα στη Γλυφάδα), που ακούγεται επίσης για resort σε έναν από τους δημοφιλείς προορισμούς του Αιγαίου.

Από τους ξένους επενδυτές στην Ελλάδα, πέραν του επενδυτικού ταμείου της Σιγκαπούρης GIC με το ηχηρό deal προ διετίας για τον όμιλο Sani/ Ikos και εν συνεχεία, έμμεσα, πριν από ένα χρόνο με την απόκτηση του 35% στην HIP, η οποία είναι ιδιοκτήτρια 73 μεγάλων ξενοδοχείων σε κορυφαίους προορισμούς στη Νότια Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία με ένα σύνολο 22.000 δωματίων και συνδέεται με επενδυτικά κεφάλαια της Blackstone, η τελευταία είναι και αυτή που αποκτά τώρα επίσης ισχυρότερο αποτύπωμα στην ελληνική αγορά φιλοξενίας. Πολύ πρόσφατα, στις 13 Σεπτεμβρίου, γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού η σχετική συμφωνία «για την απόκτηση έμμεσου αποκλειστικού ελέγχου», όπως αναφέρεται σχετικά, «από επενδυτικά κεφάλαια που τελούν υπό τη διαχείριση επιχειρήσεων που συνδέονται με την Blackstone Inc. επί της ξενοδοχειακής μονάδας Grand Hyatt Athens επί της λεωφόρου Συγγρού, η οποία επί του παρόντος ανήκει στην εταιρεία με την επωνυμία ΣΥΓΓΡΟΥ 115 Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις».

Η Blackstone μέσω της ΗΙΡ έχει ήδη παρουσία στη χώρα μας με 7 μονάδες σε κορυφαίους προορισμούς, όπως η Κρήτη, η Κέρκυρα, η Ζάκυνθος και η Χαλκιδική, ωστόσο το «Grand Hyatt Athens» είναι το πρώτο πεντάστερο ξενοδοχείο πόλης που αποκτά στη Μεσόγειο, «δείγμα για το πώς βλέπουν πλέον οι ξένοι επενδυτές την ελληνική πρωτεύουσα», όπως σχολιάζουν κορυφαία στελέχη του εγχώριου real estate στο «business stories». Από την πλευρά του πωλητή, το δίδυμο των Henderson Park-Hines, που είχαν αποκτήσει το 2017 το ξενοδοχείο της Συγγρού και προχώρησαν εν συνεχεία στην ανακαίνιση και επέκτασή του υπό τη διαχείριση της Knossian – Kokari των Γιάννη και Τίνας Δασκαλαντωνάκη, αποχωρούν τώρα με σημαντικές υπεραξίες έχοντας κλείσει τον επενδυτικό κύκλο για τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία. Το επενδυτικό δίδυμο, πέραν των λοιπών επενδύσεων στην ελληνική αγορά ακινήτων με κορυφαίο το μεγάλο υπό ανάπτυξη οικιστικό project στη Βούλα, συνεχίζουν στον εγχώριο κλάδο φιλοξενίας με το χαρτοφυλάκιο των έξι ξενοδοχείων στην Κρήτη, δυναμικότητας σχεδόν 1.100 δωματίων.

Ενα «δυνατό» ακίνητο που συνδέεται με ξένα επενδυτικά κεφάλαια όπως αυτά της Cedar Capital Partners κάτω από την ομπρέλα της York Capital (που παρεμπιπτόντως συμμετέχουν και στο καινούριο, υπό κατασκευή project της Πελοποννήσου για το νέο 5άστερο «Six Senses») έχει να κάνει με μία από τις σχετικά καινούριες μονάδες 5* στην Κέρκυρα. Ο λόγος για το «Angsana Corfu» που οδεύει προς πώληση, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης του επενδυτικού κύκλου για τους ιδιοκτήτες και φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει προσεχώς ένα ακόμη ηχηρό deal στην εγχώρια ξενοδοχειακή αγορά.

Ξενοδοχεία: Ξαναμοιράζουν την τράπουλα οι Ισραηλινοί

Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των Ισραηλινών που έχουν επενδύσει με ένταση τα τελευταία χρόνια στα τουριστικά ακίνητα στη χώρα μας, κυρίως στην πρωτεύουσα αλλά και εκτός Αθηνών, αγοράζοντας ή μισθώνοντας κτίρια σε πολύ ελκυστικές τιμές.

Σε συνέχεια των εξελίξεων στο γεωπολιτικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, με τις συγκρούσεις να μαίνονται από πέρυσι το φθινόπωρο, η επίσημη ανακοίνωση των προηγούμενων ημερών ότι κάποια ξενοδοχεία στην Ελλάδα που λειτουργούν υπό την αλυσίδα διαχείρισης Brown Hotels θα περάσουν στην ομπρέλα του ξενοδοχειακού ομίλου Israel Canada δεν προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Η Brown, γνωστή από τη δραστηριότητά της γύρω από την Ομόνοια αλλά και εκτός Αθηνών, κοντά στην πρωτεύουσα, όπως στο Λουτράκι και την Εύβοια ή πιο μακριά σε δημοφιλείς νησιωτικούς προορισμούς όπως η Κρήτη και η Κέρκυρα, έχει επηρεαστεί περισσότερο σε σύγκριση με άλλες ξενοδοχειακές αλυσίδες από το Ισραήλ όπως η Fattal, η Isrotel ή η Israel Canada – όλες πλέον με παρουσία και στην Ελλάδα. Από τους βασικούς λόγους είναι οι αυξημένες υποχρεώσεις και οι χαμηλές πληρότητες στα ξενοδοχεία της αλυσίδας, η οποία, σε μία περίοδο όπου ούτως ή άλλως η τουριστική ζήτηση από το Ισραήλ είναι πτωτική, λειτουργεί περισσότερο με μεμονωμένους διεθνείς ταξιδιώτες και όχι με «πακέτα» διακοπών που προσφέρουν π.χ. πλήρη διατροφή ώστε να αξιοποιήσει το πρόγραμμα φιλοξενίας των εκτοπισμένων Ισραηλινών. Η πτώση έρχεται μετά και τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας, γεγονός το οποίο τελικά ανάγκασε τους ιδιοκτήτες της Brown να αναζητήσουν άλλες διεξόδους.

Ετσι τώρα, η Israel Canada, με παρουσία στην Ελλάδα από το 2022 και τρία ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας και την Πάρο κάτω από το brand Play, ανακοίνωσε προ δεκαημέρου την υπογραφή μη δεσμευτικών μνημονίων κατανόησης (MoU) για την εξαγορά δραστηριοτήτων στο Ισραήλ και την Ελλάδα της Brown Hotels, της αλυσίδας διαχείρισης ξενοδοχείων που ίδρυσαν πίσω στο 2010 οι Leon Avigad και Nitzan Perry. Η Brown έχει συνδέσει την πορεία της κυρίως με τις Aroundtown και WH Europe, οι οποίες διαθέτουν σημαντική επενδυτική παρουσία στο ευρωπαϊκό real estate και στην Ελλάδα. Ειδικά για τη χώρα μας, στη συμφωνία περιλαμβάνεται η εξαγορά των συμβάσεων μίσθωσης για οκτώ ξενοδοχεία (Isla Brown Corinthia Curio Collection by Hilton, Isla Brown Chania Resort Curio Collection by Hilton, Dave by the Beach Loutraki, Brown Beach Evia Island, Brown Kubic Athens κ.ά.) που περιλαμβάνουν 1.067 δωμάτια με μισθώματα που θα καταβάλλονται στους επενδυτές- ιδιοκτήτες πίσω από τα ξενοδοχεία Brown, κυρίως την Aroundtown και την WH Europe. Δεδομένου ότι η συμφωνία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και με βάση τα όσα έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστά, η Israel Canada θα έχει κατά πάσα πιθανότητα στο μέλλον τη δυνατότητα να προχωρήσει στην πλήρη εξαγορά των ξενοδοχείων.

Η Israel Canada είναι από τις μεγάλες εταιρείες real estate στο Ισραήλ και δραστηριοποιείται σε όλες τις κατηγορίες ακινήτων: κατοικίες, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχειακές μονάδες και γραφεία. Προ της συμφωνίας με την Brown Hotels, διέθετε 15 ξενοδοχεία, 12 στο Ισραήλ και τρία στην Ελλάδα, ενώ, εφόσον ολοκληρωθεί η εξαγορά των δραστηριοτήτων της Brown, θα επεκταθεί σημαντικά, εντάσσοντας στην ομπρέλα της συνολικά 33 ξενοδοχεία με 3.600 δωμάτια.

Από την πλευρά της η Brown, η οποία έχει συνδέσει το όνομά της ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας κυρίως με τις νέες μονάδες γύρω από την Ομόνοια, της συμφωνίας με την Israel Canada έχει προηγηθεί στις αρχές του έτους η έτερη συμφωνία με την Isrotel. Στο πλαίσιο αυτό, τρία ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας υπό τη διαχείριση των Brown πέρασαν στην ομπρέλα της Isrotel μέσα από το νέο διεθνές της brand Aluma Resorts & Hotels. Πρόκειται για το «Skylark Hotel» στην πλατεία Ομονοίας, το «Anise» στου Ψυρρή και το πιο νέο «Adia» επίσης στου Ψυρρή, ενώ θα ακολουθήσει και έτερο στη Θεσσαλονίκη. Η Ιsrotel, εισηγμένη αλυσίδα με ιδρυτή τον Nτέιβιντ Λιούις το 1980, είναι από τις μεγαλύτερες ξενοδοχειακές αλυσίδες στο Ισραήλ, με 24 μεγάλες μονάδες στο Ισραήλ και παρουσία στα ξενοδοχεία πολυτελείας.

ΠΗΓΗ

Διαβάστε ακόμη: