Νευρικό παραμένει το κλίμα στη Wall Street, καθώς οι βασικοί δείκτες υποχωρούν στο τέλος μιας ιδιαίτερα ασταθούς εβδομάδας. Η αγορά, που είχε βρεθεί πρόσφατα σε ιστορικά υψηλά επίπεδα με ώθηση από τις προσδοκίες για την τεχνητή νοημοσύνη, δείχνει έντονα σημάδια κόπωσης, με τις Big Tech να δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις. Το αποτέλεσμα είναι και οι τρεις δείκτες να οδεύουν προς εβδομαδιαίες απώλειες, με τον Nasdaq να καταγράφει τη χειρότερη επίδοση από τον περασμένο Μάρτιο.
Στη συνεδρίαση της Παρασκευής, ο Dow Jones κινείται πτωτικά σε ποσοστό 0,38% και τις 46.733 μονάδες, ο S&P 500 σημειώνει απώλειες 0,63% στις 6.677 μονάδες και ο Nasdaq «βυθίζεται» 1,16% στις 22.790 μονάδες.
Η διόρθωση ήρθε έπειτα από προειδοποιήσεις υψηλόβαθμων στελεχών ότι η αγορά βρίσκεται κοντά σε φάση «υπερθέρμανσης», με τις αποτιμήσεις στον τεχνολογικό κλάδο να θεωρούνται ιδιαίτερα υψηλές σε σχέση με τα θεμελιώδη μεγέθη. Η σύντομη απόπειρα «buy the dip» των προηγούμενων συνεδριάσεων δεν είχε συνέχεια, καθώς οι επενδυτές επέλεξαν να μειώσουν την έκθεσή τους σε μετοχές με υψηλή μεταβλητότητα λόγω της διατήρησης του κλίματος αβεβαιότητας.
Οι «Magnificent Seven», οι οποίες είναι υπεύθυνες για μεγάλο μέρος της φετινής ανόδου, εξακολουθούν να πιέζονται. Η Tesla υποχωρεί μετά την έγκριση από τους μετόχους του ιστορικά μεγαλύτερου πακέτου απολαβών για τον διευθύνοντα σύμβουλο Έλον Μασκ, αξίας έως και 1 τρισ. δολαρίων. Η Nvidia χάνει πάνω από 1%, προσθέτοντας στις συνολικές εβδομαδιαίες απώλειες άνω του 7%, ενώ η Oracle καταγράφει παρόμοια πτώση. Η Palantir διολισθαίνει κατά 12% από την αρχή της εβδομάδας, ενώ η Broadcom καταγράφει απώλειες 4%.
Η εξασθένιση των προσδοκιών γύρω από την AI λειτουργεί ως καταλύτης για τη διόρθωση. Οι επενδυτές εμφανίζονται πλέον πιο επιφυλακτικοί για το κατά πόσο τα έσοδα και η κερδοφορία των εταιρειών θα συμβαδίσουν με την επιθετική ρητορική και τις αποτιμήσεις της αγοράς. Ταυτόχρονα, η εικόνα στην πραγματική οικονομία ενισχύει την αβεβαιότητα. Τα στοιχεία από τον ιδιωτικό τομέα έδειξαν ότι οι απολύσεις αυξήθηκαν τον Οκτώβριο στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και δύο δεκαετίες, καθιστώντας το 2025 ως τη δυσκολότερη χρονιά για την αγορά εργασίας από το 2009.
Διαμορφώνεται παράλληλα ένα περιβάλλον όπου οι επενδυτές και η Federal Reserve στερούνται κρίσιμων οικονομικών δεδομένων, εξαιτίας του μακροβιότερου shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ. Από τη στιγμή που καθυστερεί η δημοσιοποίηση των επισήμων στοιχείων, οι αναλυτές βασίζονται σε ιδιωτικές μετρήσεις που δεν αποτυπώνουν πάντα με σαφήνεια την κατεύθυνση της οικονομίας.
Πάντως, ούτε τα μηνύματα από τις ιδιωτικές εκθέσεις είναι ενθαρρυντικά, όπως έδειξαν τα χθεσινά στοιχεία για την αγορά εργασίας από την συμβουλευτική Challenger, Gray & Christmas ή η έκθεση που δημοσίευσε σήμερα το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν αναφορικά με την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Ο δείκτης Νοεμβρίου υποχώρησε πέραν του αναμενόμενου σε χαμηλό τριετίας στις 50,3 μονάδες, καταγράφοντας πτώση 6,2% σε σχέση με ένα μήνα νωρίτερα και βουτιά 30% σε ετήσια βάση. Μάλιστα, όλοι οι επιμέρους δείκτες κατέγραψαν σημαντική υποχώρηση αντανακλώντας τους αυξανόμενους φόβους των καταναλωτών για τις συνέπειες του shutdown στην οικονομία και την αγορά εργασίας.
Από την άλλη πλευρά ο πληθωρισμός παραμένει ανθεκτικός, αρκετά πάνω από το όριο του 2%, κάτι που περιπλέκει το τοπίο για τη Fed και τις πιθανότητες να προχωρήσει σε νέα μείωση επιτοκίων στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου. Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας, σε δηλώσεις τους, εμφανίζονται διχασμένοι ως προς το αν απαιτείται περαιτέρω χαλάρωση ή συγκράτηση της νομισματικής πολιτικής, καθώς ο πληθωρισμός παραμένει εκτός στόχων, αλλά η αγορά εργασίας έχει επιβραδυνθεί.
Βεβαίως, υπάρχουν και ορισμένες θετικές ενδείξεις. Οι ανακοινώσεις αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου συνεχίζουν να εκπλήσσουν. Σύμφωνα με την LSEG, το 83% των εταιρειών του S&P 500 που έχουν δημοσιεύσει αποτελέσματα έως τώρα, έχουν ξεπεράσει τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό «καλύτερων του αναμενόμενου» αποτελεσμάτων από το δεύτερο τρίμηνο του 2021, ενώ ιστορικά ο μέσος όρος κυμαίνεται στο 67%. Εξαίρεση, αλλά και χαρακτηριστική εικόνα της έντονης μεταβλητότητας, αποτελεί η Expedia, η οποία καταγράφει άλμα 15% μετά την αναθεώρηση των προβλέψεων για τα ετήσια έσοδα και τα κέρδη της.
Το πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ διατηρεί τη νευρικότητα. Η Γερουσία αναμένεται να ψηφίσει το προσωρινό νομοσχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο θα μπορούσε να επιτρέψει τη μερική επανέναρξη (re-opening) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ωστόσο, το παρατεταμένο shutdown έχει ήδη επιφέρει συνέπειες, όπως η απόφαση του υπουργείου Μεταφορών να περικόψει κατά 10% τις πτήσεις σε 40 μεγάλα αεροδρόμια, μέτρο που επηρεάζει έως και 4.000 πτήσεις ημερησίως.