Μεικτά πρόσημα καταγράφουν οι δείκτες της Wall Street στην πρώτη συνεδρίαση του Νοεμβρίου, καθώς ο τεχνολογικός κλάδος συνεχίζει να κινείται ανοδικά με ώθηση κι από τις νέες συμφωνίες που ανακοινώθηκαν με επίκεντρο το ΑΙ, σε αντίθεση με την πίεση που δέχεται ο Dow Jones μετά και τα απογοητευτικά στοιχεία από το μέτωπο της βιομηχανικής παραγωγής.
Στη συνεδρίαση της Δευτέρας ο S&P 500 καταγράφει άνοδο 0,22% στις 6.865 μονάδες και ο Nasdaq κινείται υψηλότερα κατά 0,55% στις 23.852 μονάδες. Αντίθετα, ο Dow Jones διολισθαίνει σε ποσοστό 0,44% και τις 47.351 μονάδες.
Θυμίζουμε πως ο Οκτώβριος ολοκληρώθηκε με ισχυρές επιδόσεις σε όλους τους δείκτες. Ο S&P 500 κατέγραψε άνοδο 2,3%, ο Dow Jones ενισχύθηκε κατά 2,5% και ο Nasdaq κατά 4,7%, με τον τεχνολογικό δείκτη να καταγράφει μάλιστα τον έβδομο συνεχόμενο ανοδικό μήνα.
Το ενδιαφέρον των επενδυτών επικεντρώνεται σε μετοχές με αναπτυξιακό χαρακτήρα (growth stocks) και στις λεγόμενες «Magnificent Seven», που παραμένουν η κινητήρια δύναμη της Wall Street.
Ο Νοέμβριος θεωρείται ιστορικά ο καλύτερος μήνας για τις μετοχές, με μέση άνοδο 1,8%, σύμφωνα με την Stock Trader’s Almanac. Η αμερικανική αγορά οδεύει προς την ολοκλήρωση της χρονιάς με υψηλές επιδόσεις, ο S&P 500 έχει ενισχυθεί 16% και ο Nasdaq 22% από την αρχή του έτους.
Πάντως, παρά τα θετικά στοιχεία δεν λείπουν και τα αγκάθια. Το βλέμμα στρέφεται στην Ουάσιγκτον, όπου η παράταση του κυβερνητικού shutdown συνεχίζει να καθυστερεί κρίσιμες οικονομικές ανακοινώσεις, όπως η έκθεση για την απασχόληση που επρόκειτο να δημοσιευθεί αυτή την εβδομάδα. Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο θα εξετάσει τη νομιμότητα των εκτεταμένων δασμών που είχε επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Επιπλέον, ο παραδοσιακός βιομηχανικός τομέας παραμένει υπό πίεση δεδομένης και της αβεβαιότητας των δασμών Τραμπ, όπως έδειξαν τα νεότερα στοιχεία της έκθεσης του ISM.
Η βιομηχανική δραστηριότητα συνέχισε να συρρικνώνεται τον Οκτώβριο, καταγράφοντας τον όγδοο συνεχόμενο αρνητικό μήνα, καθώς η παραγωγή υποχώρησε και η ζήτηση παρέμεινε ασθενής. Συγκεκριμένα ο δείκτης διαμορφώθηκε στις 48,7 μονάδες, ήτοι σταθερά κάτω από το όριο των 50 μονάδων που παραπέμπει σε ύφεση.
Οι μετοχές των τεχνολογικών κολοσσών καταγράφουν σημαντική άνοδο σήμερα. Η Micron Technology κερδίζει 3%, η Nvidia 2% και η AMD πάνω από 1%. Η Meta Platforms και η Palantir κινούνται επίσης ανοδικά.
Το κλίμα αισιοδοξίας στις Big Tech συντηρείται μετά τη συμφωνία 9,7 δισ. δολαρίων μεταξύ της Microsoft και της αυστραλιανής Iren Ltd. για την παροχή υπολογιστικής ισχύος AI μέσω των συστημάτων Nvidia GB300 στο Τέξας. Η μετοχή της Iren έχει «εκτιναχθεί» άνω του 20%.
Παράλληλα, η Microsoft ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε άδειες εξαγωγής από την κυβέρνηση Τραμπ για την αποστολή των μικροτσίπ της Nvidia στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου η συνολική της επένδυση θα φθάσει τα 15,2 δισ. δολάρια έως το 2029.
Η OpenAI, αποτιμώμενη πλέον στα 500 δισ. δολάρια, υπέγραψε πολυετή συμφωνία ύψους 38 δισ. δολαρίων με την Amazon Web Services (AWS), σηματοδοτώντας την πρώτη συνεργασία της με τον ηγέτη του cloud και δείχνοντας ότι η εταιρεία του Σαμ Άλτμαν δεν εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τη Microsoft.
Το deal προβλέπει ότι η OpenAI θα χρησιμοποιεί εκατοντάδες χιλιάδες GPUs της Nvidia στα data centers της AWS στις ΗΠΑ, ενώ η Amazon θα επεκτείνει περαιτέρω την υποδομή της τα επόμενα χρόνια. Η μετοχή της Amazon καταγράφει άνοδο περίπου 5%.
Περισσότερες από 300 εταιρείες του S&P 500 έχουν ήδη δημοσιεύσει αποτελέσματα γ’ τριμήνου, με πάνω από 80% να ξεπερνούν τις προβλέψεις, σύμφωνα με τη FactSet. Αυτή την εβδομάδα αναμένονται ανακοινώσεις από τουλάχιστον 100 εταιρείες, μεταξύ των οποίων για η Palantir, η AMD και η McDonald’s.
Σε άλλες επιχειρηματικές εξελίξεις, η Kimberly-Clark ανακοίνωσε την εξαγορά της Kenvue (ιδιοκτήτριας των Tylenol και Motrin) έναντι 48,7 δισ. δολαρίων, δημιουργώντας μία από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις στον κλάδο της υγείας. Η μετοχή της Kenvue καταγράφει «άλμα» περίπου 20%.
Η Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ ανακοίνωσε αύξηση 34% στα λειτουργικά κέρδη, με τα έσοδα από ασφαλιστικές δραστηριότητες να «εκτοξεύονται» πάνω από 200%. Η διαθέσιμη ρευστότητα του ομίλου ανήλθε σε 381,6 δισ. δολάρια, που αποτελεί νέο ιστορικό ρεκόρ.