Η British Steel, ένα από τα πιο ιστορικά σύμβολα της βρετανικής βιομηχανίας, βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατάρρευση, εξαιτίας της ασφυκτικής πίεσης που προκάλεσαν οι δασμοί των ΗΠΑ και τα συνεχή οικονομικά ελλείμματα. Αντιδρώντας σε μια κρίση που απειλούσε χιλιάδες θέσεις εργασίας, η βρετανική κυβέρνηση προχώρησε σε ένα ασυνήθιστο βήμα: έκτακτη νομοθετική παρέμβαση για την κρατικοποίηση της εταιρείας.
Η Βουλή των Κοινοτήτων συνεδρίασε εκτάκτως Σάββατο, σε μια προσπάθεια να εγκριθεί άμεσα το σχέδιο διάσωσης, με στόχο τη διάσωση 2.700 θέσεων εργασίας και τη διατήρηση των δύο τελευταίων υψικαμίνων της χώρας – εγκαταστάσεις που λειτουργούν από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.
Αντιδράσεις και πολιτικός διχασμός: Το δίλημμα εθνικού ελέγχου ή παγκοσμιοποιημένου ρίσκου
Η κρατική παρέμβαση έφερε έντονες αντιδράσεις στο Κοινοβούλιο. Παρά τη στήριξη της κυβέρνησης, πολλοί βουλευτές –κυρίως από την αντιπολίτευση– κατηγόρησαν την Downing Street για μισές λύσεις. Κάλεσαν για πλήρη εθνικοποίηση της χαλυβουργίας και συνολική επανεκκίνηση του κλάδου με κρατικό έλεγχο.
Ο Συντηρητικός βουλευτής Έντουαρντ Λι ήταν ιδιαίτερα καυστικός, υπογραμμίζοντας πως στρατηγικές υποδομές δεν μπορούν να παραδίδονται σε κράτη-ανταγωνιστές όπως η Κίνα ή η Ρωσία. «Η παραγωγή χάλυβα είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας και όχι μόνο οικονομικής πολιτικής», δήλωσε.
Jingye και δασμοί: Το κινεζικό deal που γύρισε μπούμερανγκ
Η κινεζική Jingye Group, η οποία είχε εξαγοράσει την British Steel το 2020 επί κυβέρνησης Τζόνσον, δήλωσε πως η εταιρεία κατέγραφε καθημερινές ζημίες 800.000 ευρώ και σχεδίαζε το λουκέτο στο εργοστάσιο του Scunthorpe.
Βασική αιτία της κρίσης, σύμφωνα με τη διοίκηση, ήταν οι αμερικανικοί δασμοί 25% στις εξαγωγές βρετανικού χάλυβα, ως μέρος του ευρύτερου εμπορικού «ψυχρού πολέμου» ΗΠΑ – Κίνας. Η πίεση προς το Λονδίνο έγινε ασφυκτική, ειδικά λόγω της κρίσιμης σημασίας του χάλυβα για τις δημόσιες υποδομές και την αμυντική βιομηχανία.
Η κρίση φέρνει ερωτήματα για την παγκοσμιοποίηση
Η υπόθεση της British Steel ξεγύμνωσε την εξάρτηση της Βρετανίας από ξένα κεφάλαια, ακόμη και σε κρίσιμους στρατηγικούς τομείς. Ταυτόχρονα, έφερε ξανά στο προσκήνιο το δίλημμα παγκοσμιοποίησης – εθνικής κυριαρχίας.
Το βρετανικό κράτος καλείται τώρα όχι μόνο να διασώσει μια βιομηχανία-σύμβολο, αλλά και να επαναπροσδιορίσει την πολιτική του απέναντι στις ξένες επενδύσεις, ειδικά όταν προέρχονται από γεωπολιτικούς αντιπάλους.
Η απόφαση για κρατική παρέμβαση ίσως είναι μόνο η αρχή ενός ευρύτερου επαναπροσδιορισμού του οικονομικού μοντέλου της Βρετανίας — με επίκεντρο την εθνική ανθεκτικότητα και τη στρατηγική αυτονομία.