Στην ταχύτητα με την οποία συνεχίζει να κινείται το έδαφος κάτω από τα πόδια των κατοίκων στις Βούτες Ηρακλείου επικεντρώνουν οι επιστήμονες. Καθώς το φαινόμενο που προκάλεσε ρήγματα σε περίπου 20 σπίτια, την εκκλησία, την παιδική χαρά και δρόμους του χωριού συνεχίζεται, η προσοχή στρέφεται στον ρυθμό εξέλιξης του φαινομένου.
Προς το παρόν, εννέα κτίρια κρίθηκαν προσωρινά ακατάλληλα για κατοίκηση (έγινε σήμανση με κίτρινο χρώμα και οι κάτοικοί τους μετακινήθηκαν) και, εάν η ταχύτητα με την οποία μετακινείται το έδαφος ξεπεράσει τα 0,5 χιλιοστά το εξάμηνο, τότε οι ειδικοί θα επανεξετάσουν τις αποφάσεις τους, βάζοντας στο τραπέζι ακόμα και την εκκένωση της περιοχής (το πλέον ακραίο σενάριο, το οποίο προς το παρόν δεν συνεχίζεται, καθώς εξετάζονται οι παρεμβάσεις που θα γίνουν στα πληγέντα κτίρια), η οποία σήμερα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για έναν μήνα.
Ο καθηγητής Τεχνικής Γεωλογίας και Γεωτεχνικής Μηχανικής στο ΕΜΠ, Κωνσταντίνος Λουπασάκης, έλεγε χθες ότι:
«Υπάρχει κίνδυνος και πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή, γιατί μπορεί να εξελιχθούν γρήγορα τα φαινόμενα τις επόμενες ημέρες, καθώς από τη μία μέρα στην άλλη, έχουμε μετακινήσεις οι οποίες είναι διακριτές, άρα πρέπει να μπούμε στη διαδικασία να το παρακολουθήσουμε με πάρα πολύ προσοχή.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε τον ρυθμό με τον οποίο εκδηλώνεται η κατολίσθηση. Εάν αυτή κινείται με ένα ρυθμό της τάξης του μισού χιλιοστού το εξάμηνο, υπάρχει μία ασφάλεια. Εάν όμως διαπιστώσουμε ότι κινείται γρήγορα, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τις αποφάσεις μας, για το ποιες οικίες είναι επικίνδυνες και ποιες όχι».
Σήμερα ξεκινά νέος γύρος λεπτομερούς μελέτης του φαινομένου, με τη χρήση μεγαλύτερων drones και εξειδικευμένων μηχανημάτων, ώστε το κλιμάκιο του ΟΑΣΠ να εξάγει τα τελικά του συμπεράσματα ως προς τη γενεσιουργό αιτία του.
Ο πρόεδρος του Οργανισμού και καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμιος Λέκκας, εξηγούσε χθες ότι οι επιστήμονες έχουν επικεντρώσει στο εάν «τυχόν υπάρχει διαδικασία εξέλιξης του φαινομένου, κι αυτό είναι το πιο δύσκολο και στη συνέχεια θα παρθούν τα απαιτούμενα μέτρα έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί η περιοχή κι αν τυχόν γίνει αντιληπτό πως έχουμε να κάνουμε με βαθιά κατολίσθηση και δεν καθίσταται εφικτή η σταθεροποίηση, να υπάρξει σχεδιασμός δράσεων που θα διασφαλίσουν τους πολίτες».
Ο καθηγητής εξήγησε ότι οι υποθέσεις που διερευνώνται είναι εάν πρόκειται για εδαφική διάρρηξη, για κατολίσθηση, για περιστροφική ολίσθηση, για διαφορική καθίζηση ή για ρευστοποίηση των εδαφών. «Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμη. Πιθανότατα πρόκειται για μια τεκτονική διάρρηξη, όχι από σεισμό όμως, από άλλους λόγους», πρόσθεσε «με κάθε επιφύλαξη».
Σε ό,τι αφορά την αιτία του φαινομένου, ο κ. Λουπασάκης τονίζει ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για εκδήλωση κατολισθητικών φαινομένων. Έχουμε δύο ζώνες διάρρηξης οι οποίες διατρέχουν το χωριό και ως αιτία πρόκλησης αυτών των φαινομένων φαίνεται να είναι κατά κύριο λόγο η αύξηση της υγρασίας στους σχηματισμούς. Δηλαδή είτε έχουμε διαρροές από τα δίκτυα ύδρευσης αποχέτευσης είτε καθίζηση υδάτων από διάφορες πηγές, οι οποίες μπορεί να υπάρχουν στην επιφάνεια και έχουν ενεργοποιήσει αυτά τα κατολισθητικά φαινόμενα».
Και κατέληξε ότι «το χωριό είναι σε ένα διάσελο, σε μια ράχη που και από τις δύο μεριές του έχει απότομα πρανή, οπότε και η μορφολογία δεν βοηθάει τις συνθήκες στάσης των πρανών. Και οι σχηματισμοί είναι μαργαϊκοί, μαλακοί βράχοι, όπως τους χαρακτηρίζουμε, στους οποίους όταν αυξηθεί η υγρασία τους χάνουν μέρος των μηχανικών τους χαρακτηριστικών».
Ο σεισμολόγος Άκης Τσελέντης, με ανάρτησή του στο Facebook διαφωνεί ότι το φαινόμενο έχει καμία σχέση με την υγρασία και αναφέρει ότι «απαιτούνται εις βάθος γεωφυσικές μετρήσεις και όχι επιφανειακές μόνο παρατηρήσεις για:
(1) να δούμε αν συνεχίσει το φαινόμενο βορειότερα. Δηλαδή να μελετήσουμε την περιοχή βορειότερα από την ασυνέχεια,
(2) να δούμε αν είναι τεκτονικής προέλευσης (ρήγμα) που στην περίπτωση αυτή δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μόνο να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα στον αντισεισμικό κανονισμό για μελλοντικές κατασκευές.
(3) αν οφείλεται σε κατολισθητικά φαινόμενα που αντιμετωπίζεται έστω και μερικώς».