Τετρακόσιες χιλιάδες καταναλωτές δηλώνουν χορτοφάγοι (Vegetarians) στην Ελλάδα, ενώ στο 1,5 εκατομμύριο ανέρχονται οι ημιχορτοφάγοι flexitarians. Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα καταναλωτών που διενήργησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών με δείγμα 1.000 καταναλωτών από όλη την Ελλάδα με θέμα τις διατροφικές και αγοραστικές τάσεις τροφίμων.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν χορτοφάγοι βρίσκεται περίπου στο 4% δηλαδή 400 χιλ. πολίτες, με τους μισούς από αυτούς να αυτοπροσδιορίζονται ως vegans (δεν καταναλώνουν καθόλου ζωϊκά προϊόντα και τους άλλους μισούς ως vegeterians (δεν καταναλώνουν κρέας, ψάρι κλπ). Δίπλα σε αυτή την κατηγορία καταναλωτών υπάρχει η κατηγορία των flexitarians ή ημιχορτοφάγων, καταναλωτών δηλαδή που προσπαθούν να υιοθετήσουν μία πιο χορτοφαγική διατροφή, αλλά όχι ολοκληρωτικά χορτοφαγική. Η κατηγορία αυτή είναι περίπου το 15% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1,5 εκατ. πολίτες και αποτελεί μία πολύ σημαντική κοινωνική και καταναλωτική ομάδα.
Plant-based και lab-grown τρόφιμα
Η παραπάνω τάση, αναμένεται να κάνει πιο έντονη την αναζήτηση για εναλλακτικά φυτικά υλικά, τρόφιμα και προϊόντα προκειμένου να καλυφθούν οι υπάρχουσες διατροφικές συνήθειες. Προϊόντα όπως το φυτικό τυρί, τα φυτικά γάλατα, το κρέας εργαστηρίου κλπ υπάρχουν ήδη στην ελληνική αγορά. Υπάρχει άλλωστε ήδη ένα καταναλωτικό κοινό που κάνει τις συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές (αν και σε χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με το εξωτερικό). Τα ποσοστά πλέον των καταναλωτών που υιοθετούν αυτές τις κατηγορίες είναι αξιοσημείωτα. Το 14% καταναλώνει γαλακτοκομικά φυτικής προέλευσης, το 11% θα έτρωγε κρέας εργαστηρίου, ενώ το 19% του κοινού θεωρεί αυτές τις εναλλακτικές ως πιο υγιεινές.
Λιγότερη ζάχαρη και αλάτι
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η πλειονότητα των καταναλωτών (και ειδικά οι μεγαλύτερες ηλικίες) αναμένεται να αφιερώνουν όλο και περισσότερο χρόνο για τον σχεδιασμό-προγραμματισμό της διατροφή τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης του επιπέδου εκπαίδευσης και του μέσου προσδόκιμου ζωής. Το κοινό θα θέλει να ζει πιο υγιές για όλο μεγαλύτερο χρόνο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ζάχαρη, με τη στροφή προς εναλλακτικές πηγές όπως είναι η ζαχαρίνη και η στέβια να κερδίζει έδαφος και το 26% του κοινού να επιλέγει αυτές τις εναλλακτικές. Παράλληλα ένα 37% του κοινού δηλώνει ότι γενικότερα αποφεύγει την κατανάλωση γλυκών και ζάχαρης. Ακόμα πιο έντονη είναι η τάση για τη μείωση του αλατιού, την οποία επιθυμεί το 48% του κοινού.
Ένας στους δύο μαγειρεύει μαζί με το smartphone/tablet
Στην έρευνα αποτυπώνεται και η επίδραση των social media, τα οποία όλο και πιο έντονα διαμορφώνουν τις επιλογές του καταναλωτικού κοινού στις αγορές τροφίμων, τη μαγειρική και την κατανάλωση. Ενδεικτικό είναι ότι το 53% του κοινού μαγειρεύει σήμερα έχοντας ανοιχτό το κινητό δίπλα για να βλέπει συνταγές, ενώ το 26% έχει ρωτήσει ενεργά συμβουλές μέσω των social media. Πλέον το φαγητό δεν αρκεί να είναι νόστιμο, πρέπει να είναι και όμορφο για το 75% του κοινού, κάτι που αποδίδεται στα social media και την αυξημένη χρήση βίντεο και φωτογραφίας για την μαγειρική σε ποσοστά 27% και 33% αντίστοιχα. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, οι influencers αναμένεται να αποκτήσουν πιο ενεργούς ρόλους και επηρεάζουν περισσότερο τις εξελίξεις. Οι ταχύτητες διάδοσης πληροφοριών και υιοθέτησης τάσεων γίνονται όλο και πιο γρήγορες, δημιουργώντας την ανάγκη για τις επιχειρήσεις και να ακολουθούν σε αυτούς του ρυθμούς, αλλά κυρίως να έχουν παρουσία σε αυτά τα μέσα.
Κλιματική αλλαγή και βιώσιμη ανάπτυξη
Την ίδια ώρα, οι καταναλωτές γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί και κριτικοί σε σχέση με τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Τα ποσοστά είναι συγκρίσιμα σε Ελλάδα και εξωτερικό σε σχέση με την πρόθεση αγοράς από επιχειρήσεις που λειτουργούν με ηθικό και με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο.
Συγκεκριμένα η πρόθεση αγοράς με κριτήριο την ειλικρίνεια και διαφάνεια των επιχειρήσεων για τον τρόπο λειτουργίας τους καταγράφεται σε ποσοστό 77% στην Ελλάδα, ενώ το 67% δηλώνει ότι είναι σημαντικό για τους ίδιους τα προϊόντα που καταναλώνουν να παράγονται με φιλικές πρακτικές προς το περιβάλλον. Παρόλα αυτά όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο μία μειοψηφική αλλά σημαντική μερίδα του κοινού, περί το 32%, είναι διατεθειμένη να πληρώσει υψηλότερη τιμή για προϊόντα που έχουν παραχθεί με προδιαγραφές και διαδικασίες πιο φιλικές προς το περιβάλλον. Σε αυτό το στοιχείο αποτυπώνεται και οικονομική πίεση του καταναλωτικού κοινού.
Το ΙΕΛΚΑ εκτιμά πως στο άμεσο μέλλον θα διαμορφωθεί μία ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις επιθυμίες του καταναλωτή και στις δυνατότητες προσφοράς από τις επιχειρήσεις. Όπως επισημαίνει, οι οργανισμοί που θα καταφέρουν να λειτουργήσουν κοντά σε αυτή τη λεπτή γραμμή θα είναι και αυτές που θα αναδειχθούν την επόμενη δεκαετία.