Πρόστιμα φωτιά ύψους 371 εκατ. ευρώ επέβαλε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε τρεις χρηματοοικονομικούς ομίλους για σύμπραξη στον τομέα των ευρωπαϊκών ομολόγων επικυρώνοντας ουσιαστικά απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συγκεκριμένα το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. αποφάσισε ότι υπήρξε σύμπραξη στον τομέα των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, επικυρώνοντας κατ’ ουσίαν προηγούμενη απόφαση της μειώνοντας ωστόσο ελαφρώς το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν στις UniCredit και τη Nomura.
Με απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι επτά τράπεζες επενδύσεων -η UBS, η Natixis, η UniCredit, η Nomura, η Bank of America, η Portigon (πρώην WestLB) και η NatWest (πρώην Royal Bank of Scotland)- μετείχαν, από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Νοέμβριο του 2011, σε σύμπραξη στον τομέα των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων.
Συγκεκριμένα, οι διαπραγματευτές των τραπεζών αυτών συνεργάστηκαν και αντάλλαξαν πληροφορίες προκειμένου να αποκτήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στο πλαίσιο της έκδοσης, της τοποθέτησης ή της εμπορίας ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, γεγονός που είχε αντίκτυπο στο σύνολο της αγοράς του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Η Επιτροπή επέβαλε στη Nomura, την UBS και την UniCredit πρόστιμα συνολικού ύψους 371 εκατομμυρίων ευρώ.
Στις Bank of America, Natixis και NatWest δεν επιβλήθηκαν πρόστιμα, στις δύο πρώτες διότι είχε παραγραφεί η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει χρηματικές κυρώσεις, στη δε τελευταία διότι αποκάλυψε τη σύμπραξη στην Επιτροπή.
Το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Portigon ήταν μηδενικό, δεδομένου ότι ο κύκλος εργασιών της τράπεζας αυτής κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, ο οποίος χρησίμευσε για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου του προστίμου, ήταν αρνητικός.
Έξι από τις επτά τράπεζες (όλες πλην της NatWest) προσέφυγαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής ή τη μείωση του ύψους των προστίμων που τους επιβλήθηκαν.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει κατ’ ουσίαν την απόφαση της Επιτροπής. Εντούτοις, μειώνει ελαφρώς το ποσό των προστίμων της UniCredit και της Nomura.
Πρόστιμα που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή (σε ευρώ):
UBS Group AG και UBS AG: Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 172 378 000 ευρώ Απόρριψη της προσφυγής. Διατήρηση του προστίμου
Nomura International plc και Nomura Holdings, Inc.: Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 129 573 000 ευρώ. Μείωση του προστίμου
Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 125 646 000
UniCredit και UniCredit Bank: Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 69 442 000: Μείωση του προστίμου Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 65 000 000
Όσον αφορά τη Nomura, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον καθορισμό ενός από τα στοιχεία του προστίμου αρνούμενη να χρησιμοποιήσει τα ακριβή δεδομένα που της είχε παράσχει η εν λόγω τράπεζα.
Στην περίπτωση της UniCredit, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά άρχισε 17 ημέρες αργότερα από την ημερομηνία που προσδιόρισε η Επιτροπή. Εκτός αυτού, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι οι ανταλλαγές εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών καθώς και οι πρακτικές καθορισμού τιμών και κατανομής της πελατείας τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων είναι ιδιαιτέρως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν όφειλε να αναζητήσει ή να αποδείξει τα αποτελέσματα που είχαν οι επίμαχες συμπεριφορές των διαπραγματευτών στον ανταγωνισμό. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι ενδεχόμενες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες ενός υπαλλήλου καταλογίζονται στην επιχείρηση στην οποία αυτός ανήκει.
Επομένως, οι τράπεζες ευθύνονται για τις συμπεριφορές των διαπραγματευτών τους. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή είχε έννομο συμφέρον να διαπιστώσει τη διάπραξη παράβασης από την Bank of America και την Natixis στις οποίες δεν επιβλήθηκε πρόστιμο.
Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι με την απόφαση οι εν λόγω τράπεζες προσδιορίστηκαν ως αυτουργοί της παράβασης συνέβαλε στην απόδειξη της παράβασης ή στη διευκρίνιση του περιεχομένου της παραβατικής συμπεριφοράς των διαπραγματευτών.