Ισχυρούς ισολογισμούς που στηρίζονται σε τόκους αλλά και υψηλές προμήθειες διαμορφώνει το τραπεζικό σύστημα της χώρας το οποίο όμως συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος.

Οι ελληνικές τράπεζες με κέρδη 1155 εκατ. ευρώ το α τρίμηνο του έτους σύμφωνα με τη Νομισματική Πολιτική 2024-2025 έχουν πραγματοποιήσει πολλά επιτεύγματα. Τα μη τοκοφόρα έσοδα των ελληνικών τραπεζών το α τρίμηνο του έτους διαμορφώνονται σε 717 εκατ. ευρώ έναντι 598 εκατ. ευρώ το α τρίμηνο του 2024 εκ των οποίων τα 540 εκατ. ευρώ είναι προμήθειες έναντι 467 εκατ. ευρώ το α τρίμηνο του 2024.

Οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να ενισχύει την κερδοφορία και την ανθεκτικότητά του. Το α΄τρίμηνο του 2025 οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώθηκαν περαιτέρω, σε συνέχεια της καλής επίδοσης του 2024, και η ρευστότητα διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν στις περαιτέρω αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Έτσι, το αξιόχρεο των συστημικά σημαντικών ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί σημαντικά και όλες έχουν ήδη πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική κατηγορία.

Ωστόσο, η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς αποτελεί σημαντική πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως και για τις τράπεζες της ευρωζώνης. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να συνεχιστεί η θετική πορεία των ελληνικών τραπεζών, ώστε οι διαρκείς βελτιώσεις και ενδεχόμενες περαιτέρω αναβαθμίσεις να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας

Προκλήσεις

Η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς τους πρώτους μήνες του 2025 αυξάνει
την αβεβαιότητα για τις οικονομικές εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ και κατ’ επέκταση για τις επιδόσεις του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έχουν ενισχύσει σημαντικά την ανθεκτικότητά τους, γεγονός στο οποίο έχουν συμβάλει οι αναβαθμίσεις στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις τους, σε μεγάλο βαθμό λόγω των αναβαθμίσεων της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της βελτίωσης στα θεμελιώδη μεγέθη τους.

Η εξέλιξη αυτή επιφέρει αύξηση της ζήτησης ελληνικών τραπεζικών ομολόγων, με αποτέλεσμα καθοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές.

Η πρόσφατη συμφωνία για αύξηση του ποσοστού της UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank αποτελεί μια ακόμη ένδειξη εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα.

Οι οίκοι αξιολόγησης S&P (Ιανουάριος 2025), Morningstar DBRS (Μάρτιος και Απρίλιος 2025),
Moody’s (Μάρτιος 2025) και Fitch (Απρίλιος 2025) προχώρησαν σε αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες αντανακλούν αφενός τις εκτιμήσεις τους για διατηρήσιμους ρυθμούς κερδοφορίας, που θα επηρεάσουν θετικά τους δείκτες κεφαλαίου, καθώς και τις επιδόσεις στους δείκτες ρευστότητας και ποιότητας ενεργητικού, και αφετέρου τη θέσπιση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη.

Μετά τις αναβαθμίσεις, η βέλτιστη πιστοληπτική αξιολόγηση των τεσσάρων συστημικά σημαντικών τραπεζών βρίσκεται πλέον εντός της επενδυτικής κατηγορίας. Η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών των ελληνικών τραπεζών δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις προκειμένου να επιτύχουν τους επιχειρησιακούς τους στόχους για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα και, εξαιτίας αυτού, περαιτέρω αναβαθμίσεις στο αξιόχρεό τους.

Το 2024 τα καθαρά κέρδη του συνόλου των ελληνικών τραπεζών (συστημικά σημαντικές και λιγότερο σημαντικές) βελτιώθηκαν, λόγω της αύξησης στα καθαρά έσοδα από τόκους, σε συνάφεια με την αυξημένη καθαρή χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία, αλλά και λόγω της ενίσχυσης της διαφοροποίησης των εσόδων και των μειωμένων προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο. Αντίστοιχα, το 2024 καταγράφηκε άνοδος της κερδοφορίας και της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων για τις συστημικά σημαντικές τράπεζες της ευρωζώνης.

Αύξηση κερδοφορίας

Το α΄ τρίμηνο του 2025 η κερδοφορία όσων ελληνικών τραπεζών έχουν ήδη δημοσιεύσει στοιχεία αυξήθηκε σε ετήσια βάση, αντανακλώντας κυρίως την άνοδο των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, παράγοντες που είχαν επίσης συμβάλει θετικά στα οικονομικά αποτελέσματα του 2024. Το α΄ τρίμηνο του 2025 τα καθαρά έσοδα από τόκους παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα, παρά τις μειώσεις στα βασικά επιτόκια του Ευρωσυστήματος, λόγω της αύξησης της καθαρής χρηματοδότησης. Σημειώνεται βέβαια ότι, αν εξαιρεθεί η συμβολή της Ελληνικής Τράπεζας στα καθαρά έσοδα από τόκους ώστε να είναι συγκρίσιμα τα στοιχεία, παρατηρείται μείωση σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2024.

Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρή κατά το 2025, με τις συστημικά σημαντικές τράπεζες να στοχεύουν σε σημαντική αύξηση των χρηματοδοτήσεών τους προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων και στην υποστήριξη των σχεδίων τους για επιτάχυνση της απόσβεσης των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (deferred tax credits – DTCs). Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις ανακοινώσεις των τραπεζών για το α΄ τρίμηνο του 2025 φαίνεται ότι συνεχίζεται η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών. Η εξέλιξη αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί από τα στοιχεία σε επίπεδο τραπεζικού κλάδου, θα υποστηρίξει την περαιτέρω σύγκλιση προς τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες.

Μεγάλη κεφαλαιακή επάρκεια

Στην κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων επιδρούν θετικά τόσο οι εκδόσεις χρεογράφων πρόσθετων κεφαλαίων Κατηγορίας 1 (Additional Tier 1, AT1) όσο και οι εκδόσεις ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης (Tier 2). Το 2024 πραγματοποιήθηκαν εκδόσεις χρεογράφων πρόσθετων κεφαλαίων Κατηγορίας 1 ύψους 300 εκατ. ευρώ και ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης (ονομαστικής αξίας 2,5 δισεκ. ευρώ), ενώ το 2025 έως τις 30.5.2025 έχουν πραγματοποιηθεί επιπλέον εκδόσεις χρεογράφων πρόσθετων κεφαλαίων Κατηγορίας 1 ύψους 500 εκατ. ευρώ και ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης ύψους 590 εκατ. ευρώ. Στην ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει συνεισφέρει θετικά και η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, κατά 735 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο της συγχώνευσης της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια.

Βελτίωση της ποιότητας των δανείων

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου του συνόλου των συστημικά σημαντικών τραπεζών στην ευρωζώνη παρέμεινε αμετάβλητη το 2024 σε σύγκριση με το τέλος του 2023, ενώ αυτή των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω κατά το ίδιο διάστημα. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές τράπεζες έχουν συγκλίνει σε σημαντικό βαθμό ως προς την ποιότητα του ενεργητικού τους με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, κατά μέσο όρο.

Αναλυτικότερα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) σε επίπεδο ευρωζώνης διατηρήθηκε κοντά στα ιστορικά χαμηλά το Δεκέμβριο του 2024. Για τις ελληνικές τράπεζες ο δείκτης ΜΕΑ σε ατομική βάση υποχώρησε σημαντικά το 2024 σε σχέση με το 2023, φθάνοντας σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα στα οποία παρέμεινε και το α΄ τρίμηνο του 2025. Σε αυτό συνέβαλε η τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων, στο πλαίσιο του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”, της τράπεζας που προέκυψε από τη συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας.

Επίσης, βελτίωση παρουσίασε και το ποσοστό των δανείων Stage 2 ως προς το σύνολο των δανείων (σε ατομική βάση). Όσον αφορά τη ρευστότητα των τραπεζών, αυτή εξακολούθησε να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα για τις τράπεζες της ευρωζώνης και της Ελλάδος. Ειδικότερα, για τις ελληνικές τράπεζες ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) μειώθηκε, ενώ ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) αυξήθηκε σε ετήσια βάση. Και οι δύο οι δείκτες διατηρήθηκαν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από την υποχρεωτική εποπτική απαίτηση και από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζών της ευρωζώνης. Επίσης, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις παραμένει σημαντικά χαμηλότερος στις ελληνικές τράπεζες σε σύγκριση με τις τράπεζες της ευρωζώνης.

Επέκταση δραστηριοτήτων

Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζών δημιουργεί προϋποθέσεις για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Έτσι, παρατηρούνται ήδη νέες συνεργασίες με τράπεζες του εξωτερικού και με άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Συγκεκριμένα, η Eurobank ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 2024 την απόκτηση ποσοστού 55,3% της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο και την υποβολή δημόσιας πρότασης για την απόκτηση του 100% του μετοχικού της κεφαλαίου, η οποία ολοκληρώθηκε το β΄ τρίμηνο του 2025.

Επίσης, η Alpha Bank ολοκλήρωσε το Νοέμβριο του 2024 την πώληση του 90,1% της θυγατρικής της στη Ρουμανία στην UniCredit, στο πλαίσιο της συνεργασίας των δύο τραπεζών. Το 2025 η Alpha Bank ανακοίνωσε την εξαγορά της τράπεζας AstroBank στην Κύπρο, καθώς και εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών εταιριών (FlexFin και Axia Ventures).

Τέλος, το τρέχον έτος ανακοινώθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς η σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών για την εξαγορά του 90,01% της Εθνικής Ασφαλιστικής, ενώ στα τέλη Μαΐου η UniCredit αύξησε τη συμμετοχή της στην Alpha Holdings σε περίπου 20%, από 9,7% προηγουμένως. Οι εξελίξεις αυτές έρχονται σε συνέχεια της εξυγίανσης της μετοχικής βάσης των ελληνικών τραπεζών μετά την ολοκλήρωση του μεγαλύτερου μέρους της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το μετοχικό τους κεφάλαιο.

Διαβάστε ακόμη: