search

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤτΕ: Ανάπτυξη 6,2% το 2022 – Το συστημικό ρίσκο και οι προκλήσεις για τις τράπεζες

Η ΤτΕ βλέπει αυξημένους κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα - Τι λέει για τις τράπεζες

ΤτΕ: Ανάπτυξη 6,2% το 2022 - Το συστημικό ρίσκο και οι προκλήσεις για τις τράπεζες

Αυξημένους κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο μέλλον εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, της επιδείνωσης των οικονομικών προοπτικών και της αύξησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων διαβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Η ΤτΕ συνιστά εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η επιτάχυνση των ροών από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF) θα αμβλύνει τις πιέσεις, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της οικονομίας.

Η ΤτΕ προβλέπει ότι φέτος το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 6,2%.

Προσοχή στα κόκκινα δάνεια των τραπεζών

Για τις τράπεζες προειδοποιεί ότι τα κόκκινα δάνεια, παρά τη μείωση τους, αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση. Προειδοποιεί μάλιστα ότι η περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων θα έχουν μεγαλύτερη κεφαλαιακή επιβάρυνση για τις τράπεζες μετά τη λήξη του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων (Ηρακλής). . Συνεπώς, στο δυσχερέστερο περιβάλλον που διαμορφώνεται για την άντληση χρηματοδότησης από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, καθίσταται προτεραιότητα η ικανότητα των τραπεζών για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου με την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας.

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Η σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ έχει μειώσει αισθητά το δείκτη ΜΕΔ (Ιούνιος 2022: 10,1%), εντούτοις οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Επιπρόσθετα, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών επιτείνει την αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν εκ νέου επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων υποχώρησε οριακά και ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 13,2% τον Ιούνιο του 2022 από 13,6% το Δεκέμβριο του 2021 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε 15,9% από 16,2% αντίστοιχα. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού, καθώς η επίπτωση από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) στα εποπτικά ίδια κεφάλαια αντισταθμίστηκε από την ενσωμάτωση των κερδών χρήσης. Συγκεκριμένα, το α΄ εξάμηνο του 2022 oι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ, έναντι ζημιών 4,0 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021.

Τέλος, , οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα παρουσίασαν μικτή εικόνα. Η πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων για άντληση χρηματοδότησης κατέστη δυσχερέστερη στο πλαίσιο της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, οι καταθέσεις συνέχισαν την ανοδική τους πορεία (Σεπτέμβριος 2022: 185,5 δισεκ. ευρώ), αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και την πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις επιχειρήσεις.

Πώς επηρεάζει η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ

«Η θετική συμβολή της αύξησης των επιτοκίων στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού, αλλά και στην ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών βραχυπρόθεσμα, είναι αδιαμφισβήτητη.

Ωστόσο, η αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, η αρνητική επίδραση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και η επιβάρυνση στο κόστος χρηματοδότησης λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση και διαμορφώνουν, μεταξύ άλλων παραγόντων, προοπτικές για χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης», αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδας.
«Επιπροσθέτως, η επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, ενδέχεται μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που θα επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών».

Όπως τονίζεται, η διατήρηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων σε χαμηλό επίπεδο διευκόλυνε τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις το α΄ εξάμηνο 2022 και βοήθησε να αποφευχθούν αρνητικές επιδράσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μειώθηκαν περαιτέρω για τα στεγαστικά δάνεια χάρη στην αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ αντίθετα ενισχύθηκαν οι αντίστοιχες δαπάνες για τα καταναλωτικά δάνεια λόγω της αύξησης του υπολοίπου τους και του επιτοκιακού κόστους.

Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2022 το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε (Σεπτέμβριος 2022: 4,5%, Ιούνιος 2022: 3,9%) αντανακλώντας τη σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Η αύξηση αυτή ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 74 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 2,7%, Ιούνιος 2022: 2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε κατά 25 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 4,1%, Ιούνιος 2022: 3,9%).

Αντίστοιχα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς τα νοικοκυριά με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 29 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 6,6%, Ιούνιος 2022: 6,3%), ενώ σε αυτά με διάρκεια έως ένα έτος παρέμεινε αμετάβλητο στο 14,1%.

«Η περαιτέρω ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το προσεχές διάστημα αναμένεται να ασκήσει σταδιακά μεγαλύτερη επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων προς τα νοικοκυριά, τα οποία σε σημαντικό ποσοστό έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο».

Διαβάστε ακόμη: