Ανατροπή των βασικών οικονομικών στόχων που είχαν αρχικά τεθεί από τις διοικήσεις των τραπεζών για το 2025 προκαλεί, όπως είναι φυσικό, η πρόσφατη κυβερνητική παρέμβαση για τον ορισμό πλαφόν σε σειρά προμηθειών.

Στα τραπεζικά επιτελεία αναγνωρίζουν ότι τα έσοδά τους από βασικές συναλλαγές, προμήθειες και εμβάσματα, θα μειωθούν, ωστόσο εκτιμούν πως θα αναπληρωθούν από άλλες εργασίες που θα ανεβάσουν στροφές από την επόμενη χρονιά.

Αυτή τη στιγμή εκτιμάται ότι περί το 15% – 20% των καθαρών εσόδων πλην των τόκων, προέρχεται από τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες συναλλαγών.

Στο πλαίσιο αυτό, τραπεζικές πηγές εκτιμούν ότι η επιβάρυνση συνολικά για το σύστημα θα διαμορφωθεί γύρω από την περιοχή των 100 εκατ. ευρώ (25 εκατ. ευρώ έκαστη).

Άλλα τόσα (25 εκατ. ευρώ έκαστη) θα κοστίσει η δωρεά για ανακαίνιση/κατασκευή σχολείων.

Η χορηγία 100 εκατ. ευρώ για ανακαίνιση/ανέγερση σχολείων θα διενεργηθεί στο πλαίσιο εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

Οι τράπεζες θα πάρουν μέρος ή το σύνολο της παραπάνω πρόβλεψης στα φετινά αποτελέσματα (Q4), προκειμένου να μην επιβαρύνουν τη χρήση του 2025.

Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η επίπτωση από τα μέτρα για τη χρήση 2025.

Τα 100 εκατ. ευρώ στον Φορέα Ακινήτων δεν έχουν επίπτωση στα αποτελέσματα καθώς τα μεν 90 εκατ. ευρώ αποτελούν χρηματοδότηση, τα δε 10 εκατ. ευρώ επένδυση (equity).

Ήδη έχουν δοθεί άνωθεν εντολές στα αρμόδια τμήματα των τραπεζών για τον άμεσο επανασχεδιασμό των business plans της επόμενης χρονιάς με ουσιαστικότερη παρέμβαση την επιτάχυνση των ρυθμών της πιστωτικής επέκτασης προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες από τα έσοδα των προμηθειών.

Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή επισημαίνει στην «Αxianews» ότι «η αύξηση της ροής χρηματοδότησης τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά είναι εφικτή για την επόμενη χρονιά καθώς από την μία οι τράπεζες διαθέτουν πλεονάζουσα ρευστότητα που μπορούν να διαθέσουν στην οικονομία και από την άλλη η σίγουρη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ για περικοπές στο κόστος του χρήματος, αρχής γενομένης από το τέλος Ιανουαρίου και καθ’ όλη την διάρκεια της χρονιάς θα τονώσει σημαντικά την ζήτηση».

Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στρατηγικής τα τραπεζικά επιτελεία είναι σχεδόν έτοιμα να ρίξουν στην αγορά με το «καλημέρα» της νέας χρονιάς νέα, πιο ελκυστικά προϊόντα και φυσικά να μειώσουν τα επιτόκια στα υφιστάμενα προγράμματά τους, είτε αυτόματα, εφόσον είναι συνδεδεμένα με τους δείκτες euribor ή με διοικητικές αποφάσεις.

Έδωσε το στίγμα ο Μεγάλου

Ήδη ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου προϊδέασε αμέσως μετά την ανακοίνωση των μέτρων από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ότι ο Όμιλος σκοπεύει να διαδραματίσει για πιο ενεργό ρόλο στην χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας τα απόμενα χρόνια με αύξηση των χορηγήσεων τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά.

Συγκεκριμένα ο κ. Μεγάλου ανέφερε ότι ο στόχος για το 2025 είναι η καθαρή πιστωτική επέκταση να ανέλθει στα 2,6 δισ. ευρώ, χωρίς να αποκλείει ακόμη και τα 3 δισ. ευρώ, από 2 δισ. ευρώ την φετινή χρονιά.

Συνολικά για την τετραετία 2025 – 2028 ο κ. Μεγάλου έθεσε τον στόχο της καθαρής πιστωτικής επέκτασης της Τράπεζας Πειραιώς στα 10 δις. ευρώ, και στήριξε την συγκεκριμένη εκτίμησή αφενός στην ζήτηση από τις επιχειρήσεις για την αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και αφετέρου στην ενίσχυση της ζήτησης από ιδιώτες και νοικοκυριά, κυρίως για στεγαστικά δάνεια.

Παράλληλα ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς επεσήμανε ότι το τέλος του 2024 θα βρει το χαρτοφυλάκιο δανείων του Ομίλου αυξημένο κατά 10% διευκρινίζοντας παράλληλα ότι φέτος οι νέες χορηγήσεις στεγαστικών είναι – έστω και οριακά – υψηλότερες.

Οι στόχοι του 2025

Σύμφωνα με τα πλάνα που καταρτίζουν αυτήν την περίοδο οι τράπεζες το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο θα πρέπει να αυξηθεί την επόμενη χρονιά κατά 8 – 10 δισ. ευρώ σε επίπεδο συστήματος.

Με τον τρόπο αυτό θα περιορίσουν την απώλεια στα καθαρά έσοδα από τόκους που θα προκαλέσει η μείωση των επιτοκίων λόγω ΕΚΤ, αλλά και στις προμήθειες, μετά την εφαρμογή των νέων ανώτατων ορίων, βάση του νόμου που θα έλθει προς ψήφιση άμεσα στη Βουλή.

Παράλληλα, στοχεύουν σε ενίσχυση των πωλήσεων επενδυτικών και τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων, δικών τους θυγατρικών ή συνεργαζόμενων εταιρειών, από τις οποίες έχουν σημαντικά έσοδα.

Τέλος, μεγάλη έμφαση θα δώσουν στη συγκράτηση των πάσης φύσεως εξόδων, όπου αυτό είναι δυνατό.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, η οποία ευνοείται από την αναμενόμενη περαιτέρω συρρίκνωση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με τη συμβολή του τρίτου κύκλου του σχήματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής».

Άλλωστε, οι ροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα είναι ακόμη πιο χαμηλές τη νέα χρονιά, λόγω της υποχώρησης των επιτοκίων και του υποστηρικτικού για τα εισοδήματα των νοικοκυριών μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Έκρηξη του ανταγωνισμού

Στο περιθώριο της νέας στρατηγικής που σχεδιάζεται για την επόμενη χρονικά, τραπεζικές πηγές, κάνουν λόγο για «έκρηξη του ανταγωνισμού» την ερχόμενη χρονιά με στόχο την τη διεκδίκηση μεγαλύτερων μεριδίων, τόσο στην επιχειρηματική πίστη όσο και στο retail banking.

Πρόκειται για μάχη που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με τα πιστωτικά ιδρύματα να ανταγωνίζονται για να δώσουν δάνεια σε όσους πληρούν τα συνήθη πιστοληπτικά κριτήρια, ο αριθμός των οποίων ωστόσο είναι συγκεκριμένος, καθώς πολλές επιχειρήσεις είχαν βρεθεί στο κόκκινο στα χρόνια της κρίσης και δεν έχουν ακόμη ανακάμψει, ενώ άλλες δηλώνουν πολύ χαμηλή κερδοφορία, η οποία λειτουργεί απαγορευτικά για τη δανειοδότησή τους.

«Με δεδομένο τον περιορισμένο για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων που μπορούν να περάσουν τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις, όσες εμφανίζουν επαρκή οικονομικά μεγέθη βρίσκονται στο στόχαστρο όλων των τραπεζών», σημειώνει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου.

Πέφτουν τα spreads

Ενδεικτικό του έντονου ανταγωνισμού που ήδη επικρατεί είναι τα σχετικά χαμηλά spreads που εξασφάλισαν και κατά την περίοδο του ακριβού χρήματος, ακόμη και ελεύθεροι επαγγελματίες.

Ήδη τον περασμένο Οκτώβριο και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα νέα δάνεια στη συγκεκριμένη κατηγορία πελατών δόθηκαν με μέσο σταθμισμένο επιτόκιο 5,96%.

Την ίδια περίοδο το μέσο ετήσιος κόστος στις χρηματοδοτήσεις μη χρηματοπιστωτικών, μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων, διαμορφώθηκε σε 5,15%, μόλις 80 μονάδες βάσης χαμηλότερα.

«Πρόκειται για εξέλιξη που αν μη τι άλλο δείχνει πόσο χαμηλά είναι διατεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα να ρίξουν τα επιτόκια για να αυξήσουν τα δανειακά τους υπόλοιπα με χορηγήσεις σε υγιείς πελάτες, μικρομεσαίους επιχειρηματίες», σημειώνει τραπεζική πηγή.

Διαβάστε ακόμη