Σε κινήσεις θωράκισης της κερδοφορίας των επόμενων χρήσεων προχωρούν συνεχώς από τις αρχές του χρόνου οι τράπεζες, καθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.

Στο τέλος του περασμένου μήνα η ΕΚΤ προχώρησε στην πέμπτη από το περασμένο καλοκαίρι μείωση των παρεμβατικών της δεικτών, η οποία ήδη επιδρά στα επιτόκια euribor με τα οποία είναι συνδεδεμένη η πλειονότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων

Επιτόκια και χορηγήσεις

Οι σχετικές περικοπές θα συνεχιστούν, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών, διαμορφώνοντας το κόστος του χρήματος χαμηλότερα κατά 50% σε σχέση με το υψηλό του την περίοδο 2023 – 2024.

Αυτό σημαίνει ότι τα επόμενα τρίμηνα το επιτοκιακό εισόδημα από το υφιστάμενο στοκ χορηγήσεων θα δεχθεί σημαντικές πιέσεις.

Για την αναπλήρωση αυτών των αναπόφευκτων απωλειών οι τράπεζες έχουν σχεδιάσει μία πολύπλευρη στρατηγική, με στόχο τη διατήρηση της καθαρής τους κερδοφορίας πάνω από τα 4 δισ. ευρώ την εφετινή και τις δύο αμέσως επόμενες χρήσεις.

Το σχέδιο για θωράκιση της κερδοφορίας

Αυτή προβλέπει την επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης, ώστε δια της μεγέθυνσης του ενεργητικού τους να προκύψουν πρόσθετες πηγές εισοδήματος, αλλά και την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, τόσο με οργανικό τρόπο, όσο και με εξαγορές.

Υπάρχει όμως και μία τρίτη οδός, μέσω της οποίας οι τράπεζες μπορούν να προστατεύσουν το οργανικό τους αποτέλεσμα, με τον περιορισμό των εξόδων για τόκους.

Ο λόγος γίνεται για τις προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σήμερα περί το 25% της ρευστότητας που αντλούν από την πελατειακή τους βάση.

Τα πιστωτικά ιδρύματα ωθούν τους πελάτες τους σε αμοιβαία κεφάλαια ομολογιακού τύπου, με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης

Στο τέλος Δεκεμβρίου, περί τα 48 δισ. ευρώ, 11 δισ. ευρώ από επιχειρήσεις και 37 δισ. ευρώ από νοικοκυριά ήταν παρκαρισμένα σε λογαριασμούς προθεσμίας, με το μεσοσταθμικό επιτόκιο που πληρώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διαμορφώνεται σε 2,50% και 1,80% αντίστοιχα.

Πρόκειται κατά βάση για προθεσμιακές καταθέσεις που είχαν ανοίξει πριν τα μέσα του 2024 και για τις οποίες οι τράπεζες επιβαρύνονται σήμερα με τις υψηλές αποδόσεις που κλείδωσαν οι αποταμιευτές. 

Σε αυτό το πεδίο υπάρχει αρκετός χώρος για εξοικονόμηση. Οι σχετικές παρεμβάσεις έχουν ήδη ξεκινήσει από την άνοιξη του 2024 και συνεχίζονται έως και σήμερα.

Αυτές περιλάμβαναν μειώσεις στα επιτόκια όλων των προϊόντων με διάρκεια 6 μηνών και άνω και στην κατάργηση προγραμμάτων άνω του έτους, που οδηγούσαν σε κλείδωμα των τόκων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Με τον τρόπο αυτό οι νέες προθεσμιακές καταθέσεις έχουν σαφώς πιο χαμηλό κόστος, ενώ όσο θα λήγουν οι παλαιές, τόσο θα μειώνεται η συνολική επιβάρυνση στον κλάδο.

Συνεχείς περικοπές

Οι περικοπές στα καταθετικά επιτόκια θα είναι συνεχείς από εδώ και στο εξής. Ήδη από τις αρχές του 2024 αρκετές τράπεζες προχώρησαν σε προς τα κάτω αναπροσαρμογές, κινήσεις που θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση το επόμενο χρονικό διάστημα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στους συστημικούς ομίλους, για ποσά της τάξης των 20.000 έως 50.000 ευρώ οι αποδόσεις δεν ξεπερνούν πλέον το 1%, ενώ μετά τις παρεμβάσεις των προηγούμενων ημερών σε κάποιες τράπεζες είναι χαμηλότερες ακόμη και από το 0,50%.

Ταυτόχρονα, τα πιστωτικά ιδρύματα ωθούν τους πελάτες τους σε αμοιβαία κεφάλαια ομολογιακού τύπου, με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης, υποσχόμενα υψηλότερο όφελος σε βάθος 2 – 5 ετών.

Το κέρδος τους στην προκειμένη περίπτωση είναι διπλό. Από τη μία πλευρά, απαλλάσσονται από την πληρωμή τόκων μέσω λογαριασμών προθεσμίας και από την άλλη εισπράττουν προμήθειες από τη διάθεση των επενδυτικών προγραμμάτων.

Κερδισμένοι βγαίνουν και οι αποταμιευτές, οι οποίοι κλειδώνουν μία υψηλή απόδοση, επενδύοντας σε ένα σταθερό χαρτοφυλάκιο ομολόγων, η μελλοντική αξία του οποίου μπορεί να προβλεφθεί με αρκετά μεγάλη ακρίβεια.

Στις τράπεζες εκτιμούν ότι όσο θα εξελίσσεται η αποκλιμάκωση των επιτοκίων στα προϊόντα σταθερού εισοδήματος, τόσο θα ενισχύονται οι προοπτικές αύξησης των εργασιών τους στο asset management.

Οι σχετικοί στόχοι αναμένεται να παρουσιαστούν τις επόμενες εβδομάδες, μαζί με τη δημοσιοποίηση των οικονομικών καταστάσεων της χρήσης του 2024.

Διαβάστε ακόμη: