Ισχυρή ενίσχυση στις συναλλαγές με κάρτες καταγράφηκε στο 9μηνο του 2021,
σε μια σαφή ένδειξη της ανάκαμψης της οικονομίας και της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης,
που σε συνδυασμό με την ενίσχυση του τουρισμού, συνέβαλαν καθοριστικά στην άνοδο των ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω καρτών.
Οι συναλλαγές με κάρτες σε αριθμούς
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία των τραπεζών για την εξέλιξη των συναλλαγών με κάρτες που αυξήθηκαν το 9μηνο του τρέχοντος κατά 26,1% σε ότι αφορά την αξία και κατά 22% σε ότι αφορά τον αριθμό των συναλλαγών. Συγκεκριμένα η δαπάνη που έκαναν οι Έλληνες μέσω καρτών ανήλθε στα 29,5 δισ. ευρώ έναντι 25,1 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020, ενώ ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε από τα 891,8 εκατ. σε 1.060 δισ.
Υπερδιπλάσιος ήταν την ίδια στιγμή ο ρυθμός αύξησης των συναλλαγών από ξένους κατόχους καρτών, καθώς ο τουρισμός ανέκαμψε φέτος, αποκαθιστώντας σημαντικό μέρος των απωλειών της προηγούμενης χρονιάς. Συγκεκριμένα η αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 112,5% και ανήλθε στα 5,3 δισ. ευρώ από 2,5 δισ. ευρώ το αντίστοιχο 9μηνο του 2020, ενώ ο αριθμός των συναλλαγών που πραγματοποίησαν οι τουρίστες αυξήθηκε κατά 100,6% και ανήλθε στα 82,5 εκατ. από 41,1 εκατ. το 2020.
Η άνθηση που γνωρίζουν οι ηλεκτρονικές πληρωμές μέσω πλαστικού χρήματος ερμηνεύει και το υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον που υπάρχει για τον τομέα των υπηρεσιών αποδοχής και εκκαθάρισης των καρτών με την είσοδο σημαντικών τεχνολογικών κολοσσών του κλάδου.
Την αρχή έκανε η τράπεζα Πειραιώς προχωρώντας στην πώληση του τομέα αποδοχής και εκκαθάρισης καρτών στον ιταλικό όμιλο Euronet και ακολούθησαν η Alpha Bank, η οποία προχώρησε σε συνεργασία με τον όμιλο Nexi για την πώληση του 51% της σχετικής δραστηριότητας. Από την πλευρά της η Eurobank προχώρησε στην πώληση του 80% του κλάδου στον αμερικανικό όμιλο Worldline, ενώ στην τελική ευθεία είναι και ανάλογη συμφωνία της Εθνικής τράπεζα με την Evo Payments.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συμφωνίες που έχουν υπογραφεί μέχρι σήμερα φέρνουν την αποτίμηση της δραστηριότητας για τις τρεις συστημικές τράπεζες κοντά στο 1 δισ. ευρώ, με προοπτική ανάλογα και με το περιεχόμενο της συμφωνίας που έχει υπογράψει κάθε τράπεζα να εισπράττει και μερίδιο των μελλοντικών εσόδων από προμήθειες. Το μοντέλο συνεργασίας που επιλέγει κάθε τράπεζα διαφοροποιείται ανάλογα και με τις κεφαλαιακές ανάγκες που έχει, επιλέγοντας το κατά πόσο θα διατηρήσει συμμετοχή στη νέα εταιρεία ή το κατά πόσο θα πουλήσει το 100% της σχετικής δραστηριότητας.