Η επιστροφή στις τραπεζικές εργασίες είναι το μεγάλο στοίχημα των τραπεζών για το 2022, προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους, την κερδοφορία τους και να διανείμουν και πάλι μέρισμα στους μετόχους τους.
Για φέτος οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν στόχο να εκταμιεύσουν περισσότερα από 20 δισ. ευρώ προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση του retail. Στις χορηγήσεις, δηλαδή, για στεγαστικά, καταναλωτικά και δάνεια μικρών επιχειρήσεων.
Ειδικά για τη στεγαστική πίστη ο στόχος είναι οι μηνιαίες εκταμιεύσεις να διαμορφωθούν στα 25 με 30 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα, δηλαδή στα 100 με 120 εκατ. ευρώ τον μήνα, ώστε στο σύνολο του 2022 οι χορηγήσεις να κυμανθούν στα 1,3 με 1,5 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αποτελεί έναν ρεαλιστικό στόχο, ωστόσο απέχει παρασάγγας από τη «χρυσή» εποχή του 2007, τότε που οι εκταμιευσεις για στέγη ηταν 1 δισ. ευρώ το μήνα. Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο σύνολο του 2021 οι χορηγήσεις στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκαν στα 900 εκατ. ευρώ.
Τα τραπεζικά επιτελεία εκτιμούν ότι οι συνθήκες ευνοούν ένα δυνατό come back της στεγαστικής πίστης, καθώς τα επιτόκια εξακολουθούν να διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ και οι τράπεζες από την πλευρά τους προσφέρουν στεγαστικά προγράμματα, που είναι προσαρμοσμένα στο προφίλ του κάθε δανειολήπτη και κυρίως με σταθερό επιτόκιο, για διάρκεια αποπληρωμής από 10 μέχρι και 30 χρόνια. Στα προγράμματα σταθερού επιτοκίου –στα επίπεδα του 3%– η μηνιαία δόση διαμορφώνεται στα 450 ευρώ ανά 100.000 δανείου.
Παράλληλα, οι τιμές των ακινήτων εξακολουθούν να είναι προσιτές, ενώ αντίθετα οι τιμές των ενοικίων κινούνται ανοδικά, δεδομένα που επίσης είναι ευνοϊκά για την ενίσχυση της στεγαστικής πίστης και ως εκ τούτου οι τράπεζες προβλέπουν άνοδο της στεγαστικής πίστης κατά 30% με 40% φέτος.
Στις επιχειρηματικές χορηγήσεις και τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων –και με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης– οι τράπεζες έχουν στόχο εκταμιεύσεις περί τα 20 δισ. ευρώ.
Και ενώ στρέφονται στην ενίσχυση του banking, μετά από μία 10ετία που κύριο αντικείμενό τους ήταν η διαχείριση των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων και οδηγήθηκαν –λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων– στην απεμπλοκή τους από τις μη τραπεζικές εργασίες, χάνοντας «πολύτιμες» θυγατρικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι τράπεζες έχουν στόχο το 2022 να περιορίσουν το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων τους σε μονοψήφιο ποσοστό.
Παράλληλα, θα πρέπει να παρακολουθούν την επίπτωση της πανδημικής κρίσης σε ό,τι αφορά τη δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων. Και αυτή είναι μία σύσταση τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Βέβαια σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν –και όπως έδειξαν τα stress test του 2021–, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι ανθεκτικότερες, ωστόσο παραμένουν σχετικά λιγότερο κεφαλαιοποιημένες συγκρινόμενες με τις ευρωπαϊκές. Όμως, θα πρέπει να διανύσουν αρκετή απόσταση ακόμα ώστε να μειώσουν τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε μονοψήφιο ποσοστό –κάτι που έχει ήδη πετύχει η Eurobank με NPEs στο 7,3%– και να πλησιάσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που βρίσκεται στο 2,3%.
Συστάσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος
Οι τράπεζες, λοιπόν, θα πρέπει φέτος:
-να μειώσουν περαιτέρω το χαρτοφυλάκιο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων τους.
-να παρακολουθούν στενά τις επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19,
-να διασφαλίσουν προσαρμοσμένα έναντι του κινδύνου πιστοδοτικά κριτήρια στο πλαίσιο της προβλεπόμενης σημαντικής πιστωτικής τους επέκτασης,
-να ενισχύσουν και να διαφοροποιήσουν γεωγραφικά τα συνολικά τους έσοδα εστιάζοντας στα έσοδα από προμήθειες, στον απόηχο των καθοδικών πιέσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους λόγω της σημαντικής απομόχλευσης από την πώληση των ΜΕΑ, και
-να διερευνήσουν πρωτοβουλίες ψηφιακού μετασχηματισμού για την περαιτέρω ενίσχυση της διαχείρισης των κινδύνων τους και τη βελτίωση της λειτουργικής τους αποτελεσματικότητας.
Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος επανειλημμένα έχει επιστήσει την προσοχή στις τράπεζες καθώς «το μέγεθος της επίπτωσης της πανδημίας, το οποίο δεν μπορεί ακόμη να ποσοτικοποιηθεί, εκτιμάται ότι θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση, δηλαδή μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να επανεξετάζουν συνεχώς την επάρκεια των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, να ενισχύσουν τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για ενδεχόμενη αθέτηση πληρωμής δανείων».
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ και της ΕΒΑ (ευρωπαϊκή τραπεζική Αρχή), οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες εμφανίζουν υψηλότερο κόστος, σε σχέση με τα έσοδά τους, συγκριτικά με τις υπόλοιπες της Ευρωζώνης, ενώ εμφανίζουν και υψηλότερο κόστος κινδύνου, στο 6,88% από 0,53% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη. Και αυτό το αυξημένο ποσοστό προέρχεται από το μεγάλο στοκ «κόκκινων» δανείων και δανείων αυξημένου ρίσκου.
Προς επίρρωση των συστάσεων της ΤτΕ από τα στοιχεία της ΕΚΤ και ΕΒΑ προκύπτει ότι περίπου το 40% των δανείων που τέθηκαν σε καθεστώς μορατορίων ή άλλου είδους προστασίας ανήκουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου (stage 2), ενώ μεγάλο ποσοστό παραμένει μη εξυπηρετούμενο (18,2%).