Η εικόνα που εμφανίζει η αγορά στεγαστικής πίστης στην Ελλάδα εδώ και πάνω από ένα χρόνο, πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την αδυναμία των υποψήφιων και εν δυνάμει δανειοληπτών να ακολουθήσουν τη φρενήρη άνοδο των επιτοκίων και από τις ελληνικές τράπεζες, επακόλουθο των αλλεπάλληλων αυξήσεων της ΕΚΤ.
Η ζήτηση στεγαστικών δανείων έχει πέσει στο ναδίρ, κάτι που άλλωστε λίγο πολύ δεν κρύβουν οι τράπεζες στους απολογισμούς τους και στην καταγραφή της κατάστασης στην συγκεκριμένη αγορά.
Από την άλλη, η προσφορά κατοικίας είτε για αγορά είτε για ενοικίαση είναι επίσης και ευλόγως δραστικά μειωμένη, καθώς οι περισσότερες εργασίες που γίνονται δεν αφορούν σε κάποιον…οικοδομικό οργασμό κατασκευής νέων κτιρίων, αλλά κατά συντριπτικό ποσοστό σε ανακατασκευές και αναπαλαιώσεις, με προορισμό τις αλυσίδες βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Τραπεζικά στελέχη, τα οποία έχουν εξ αντικειμένου πλήρη γνώση της κατάστασης, αναφέρουν ότι ναι μεν ενδιαφέρον υπάρχει για την παροχή στεγαστικών δανείων, αλλά όταν “με μολύβι και χαρτί” υπολογίζουν οι ενδιαφερόμενοι το κόστος ενός δανείου με τα σημερινά υψηλά επιτόκια, φεύγουν και δεν επανέρχονται.
“Έχουμε όλες οι τράπεζες ένα μεγάλο στοκ αιτήσεων και καταγεγραμμένου ενδιαφέροντος από υποψήφιους δανειολήπτες στεγαστικού δανείου, ιδιώτες για προσωπική-οικογενειακή χρήση, αλλά και κατασκευαστές που έχουν αγορασμένα οικόπεδα.
Πλην, όμως, ελάχιστοι εξ αυτών προχωρούν σε σύναψη συμβολαίων, καθώς τα σημερινά επιτόκια καθιστούν σχεδόν απαγορευτική κάθε τέτοια κίνηση”, αναφέρει στέλεχος συστημικής τράπεζας.
Και προσθέτει ότι “…μόλις από τα μέσα Οκτωβρίου έχουμε αρχίσει να συζητάμε σε κεντρικό επίπεδο την πιθανότητα να μειώσουμε, ειδικά για τα στεγαστικά, το σημερινό επιτόκιο, αλλά γενικώς σπεύδουμε με αργούς ρυθμούς”.
Κατά την άποψη, πάντως και του συγκεκριμένου συνομιλητή μας αλλά και άλλων τραπεζικών στελεχών, “όποια τράπεζα πάρει την πρωτοβουλία μιας γενναίας μείωσης των επιτοκίων, είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει τη μερίδα του λέοντος, σε μια διψασμένη αγορά”.
Μια τέτοια κίνηση, βέβαια, θα ανάγκαζε και τις άλλες τράπεζες να ακολουθήσουν, καθώς το μέγα ζητούμενο όλων είναι η αύξηση των εσόδων τους, να μην προέρχεται μόνο ή κυρίως από τις αυξήσεις των επιτοκίων των ήδη χορηγηθέντων δανείων και όχι φυσικά μόνο των στεγαστικών, αλλά να υπάρχει μια σταθερή ροή εσόδων από νέα πλέον δάνεια.
Πολύ περισσότερο, όταν ακόμα και οι ξένοι οίκοι που εκθειάζουν την πορεία των ελληνικών τραπεζών, δεν παραλείπουν να επισημαίνουν ότι κάποια στιγμή, το πιθανότερο από τα μέσα του 2024 και εντεύθεν, θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση μείωσης των επιτοκίων, άρα και των άκοπων και υψηλών κερδών που τώρα καρπούνται οι ισολογισμοί τους.
Τέλος, οι ιδιες πηγές αναφέρουν ότι από τον νέο χρόνο θα υπάρξουν εξελίξεις στο θέμα των επιτοκίων χορηγήσεων στεγαστικών επιτοκίων, τέτοιες που θα σημάνουν τη σταδιακή επανατροφοδότηση της αγοράς είτε μέσω της ανέγερσης νέων κατοικιών είτε μέσω αγορών απούλητων σήμερα διαμερισμάτων, νέων ή και ηλικίας 15-25 ετών.