Σε κλίμα αυξημένων προσδοκιών μετέβησαν στο Λονδίνο οι επικεφαλής των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου να συμμετάσχουν στο μεγάλο επενδυτικό συνέδριο της Morgan Stanley, όπου παρίστανται επίσης ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης.
Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες φετινές διεθνείς συναντήσεις μεταξύ της ελληνικής τραπεζικής αγοράς και των κορυφαίων επενδυτικών οίκων του κόσμου, σε μια στιγμή όπου ο εγχώριος κλάδος βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος λόγω της ισχυρής κερδοφορίας του και των προσδοκιών για γενναιόδωρες μερισματικές αποδόσεις.
Οι επικεφαλής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών —ο Φωκίων Καραβίας (Eurobank), ο Χρήστος Μεγάλου (Τράπεζα Πειραιώς), ο Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank) και ο Παύλος Μυλωνάς (Εθνική Τράπεζα)— καλούνται να απαντήσουν σε δύο κομβικά ερωτήματα που απασχολούν έντονα τη διεθνή επενδυτική κοινότητα:
Κατά πόσο είναι εφικτή η συνέχιση της υψηλής κερδοφορίας και τα επόμενα χρόνια, σε ένα περιβάλλον σταδιακής μείωσης των επιτοκίων, και εάν οι τράπεζες θα μπορέσουν να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους έναντι των μετόχων για διανομή άνω του 50% των κερδών τους σε μερίσματα, από το 2025 και μετά.
Η μεγάλη εικόνα
Το αφήγημα που έχουν διαμορφώσει οι διοικήσεις θέλει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να έχει περάσει πλέον από τη φάση της εξυγίανσης και της σταθερότητας, σε μία νέα περίοδο ενεργητικής ανάπτυξης και αναζήτησης νέων πηγών εσόδων.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, το περιβάλλον οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη ολοκλήρωση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) έως το 2026, δημιουργεί ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για αύξηση των χορηγήσεων και ενίσχυση της κερδοφορίας.
Ωστόσο, το RRF αποτελεί και έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους, καθώς η έγκαιρη απορρόφηση και υλοποίηση των έργων είναι κρίσιμη για τη διατήρηση του επενδυτικού ρυθμού στη χώρα.
Η πιθανότητα καθυστερήσεων θα αποτελέσει αναμφίβολα αντικείμενο πιεστικών ερωτήσεων από τους διεθνείς επενδυτές στο Λονδίνο.
Ισχυρά αποτελέσματα και μερισματικές υποσχέσεις
Οι οικονομικές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών στο τρίτο τρίμηνο του 2025 επιβεβαίωσαν ότι ο κλάδος έχει κατορθώσει να διαφοροποιήσει αποτελεσματικά τις πηγές εσόδων του, διατηρώντας υψηλή κερδοφορία παρά τις μεταβολές στο επιτοκιακό περιβάλλον.
Τα καθαρά κέρδη του εννεαμήνου διαμορφώθηκαν κοντά στα 3,5 δισ. ευρώ, επίπεδα παρόμοια με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Τα έσοδα από τόκους ανήλθαν στα 6 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα από προμήθειες έφτασαν τα 1,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση έναντι του προηγούμενου έτους.
Η εικόνα αυτή επιτρέπει στις τράπεζες να καταρτίζουν τα νέα στρατηγικά τους πλάνα για το 2026 και μετά, με βασικό στοιχείο την ενίσχυση των βασικών τους δραστηριοτήτων και τη δημιουργία σταθερής βάσης κερδών που θα στηρίζει υψηλότερες μερισματικές διανομές.
Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη ανακοινώσει οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών η μερισματική πολιτική διαμορφώνεται ως εξής:
- Eurobank: Προβλέπεται να διανείμει περίπου 60% των κερδών, με προοπτική για ακόμη υψηλότερο ποσοστό τα επόμενα έτη.
- Εθνική Τράπεζα: Αντίστοιχη πολιτική, με μερίσματα στο 60% και άνω.
- Alpha Bank: Σχεδιάζει συνολική διανομή πάνω από το 50% για το 2025.
- Τράπεζα Πειραιώς: Κινείται γύρω στο 50%.
Οι τελικές αποφάσεις θα «κλειδώσουν» με την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων τον Μάρτιο του 2026, μετά την έγκριση από τον SSM, ο οποίος φέτος προσεγγίζει πιο θετικά τις μερισματικές πολιτικές λόγω της βελτίωσης της ποιότητας ενεργητικού και της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών.
Πιστωτική επέκταση και νέες ευκαιρίες
Ένας ακόμη ισχυρός δείκτης για τον κλάδο είναι η αναμενόμενη πιστωτική επέκταση, η οποία έως το τέλος του έτους εκτιμάται ότι θα φθάσει —και πιθανότατα θα ξεπεράσει— τα 14 δισ. ευρώ.
Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων, η ζήτηση για νέα δάνεια παραμένει ισχυρή, ιδιαίτερα στους κλάδους της ενέργειας, των υποδομών και του τουρισμού, τομείς στους οποίους οι τράπεζες βλέπουν σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης.
Η Eurobank συνεχίζει να δίνει έμφαση στη διεθνή της παρουσία, η οποία πλέον συνεισφέρει 53% των προσαρμοσμένων κερδών της.
Η τράπεζα εξετάζει νέες επενδυτικές κινήσεις εκτός Ελλάδας, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα ενισχύσει περαιτέρω τη θέση της στον ασφαλιστικό τομέα μέσω της Eurolife.
Η στρατηγική της βασίζεται στη γεωγραφική διαφοροποίηση, που λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στους εγχώριους κύκλους οικονομικής δραστηριότητας.
Η Εθνική Τράπεζα διαθέτει από τα υψηλότερα κεφαλαιακά αποθέματα στην Ευρώπη, γεγονός που της επιτρέπει να κινηθεί επιθετικά εφόσον το επιλέξει.
Η διοίκηση βρίσκεται σε φάση αξιολόγησης σημαντικών ευκαιριών, με την ασφαλιστική αγορά να θεωρείται ο βασικός στόχος για μια κίνηση στις αρχές του 2026.
Δεν αποκλείονται όμως και άλλες εξαγορές ή συγχωνεύσεις, καθώς η τράπεζα θέλει να ενισχύσει την παρουσία της σε αγορές με υψηλό περιθώριο κερδοφορίας.
Η Alpha Bank προβάλλει το διεθνές της προφίλ και επενδύει στη σχέση της με την UniCredit, η οποία αναμένεται να εμβαθύνει περαιτέρω μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η συνεργασία αυτή δίνει στην τράπεζα πρόσβαση σε νέες αγορές και τεχνογνωσία σε τομείς όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η διαχείριση περιουσίας.
Ο ρόλος του Χ.Α. και το στοίχημα της αξιοπιστίας
Η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε αναπτυγμένη αγορά αποτελεί κομβικό σημείο για τον τραπεζικό κλάδο, καθώς αλλάζει ριζικά τη σύνθεση των επενδυτών που τοποθετούνται στις ελληνικές μετοχές.
Σήμερα, περισσότερο από το 30% της κεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών βρίσκεται σε χέρια funds που επενδύουν σε emerging markets. Μετά την αναβάθμιση, τα συγκεκριμένα κεφάλαια —βάσει καταστατικού— θα πρέπει να αποεπενδύσουν.
Αναλυτές εκτιμούν ότι στη θέση τους θα εισέλθουν funds που επενδύουν αποκλειστικά σε αναπτυγμένες αγορές, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντικές ανακατατάξεις στις τραπεζικές μετοχές.
Δεν αποκλείεται μάλιστα να δούμε ρευστοποιήσεις από τα παλαιά funds και σταδιακές τοποθετήσεις από τα νέα, δημιουργώντας αυξημένη μεταβλητότητα στο ταμπλό.
Η «έξοδος» αρκετών δισ. ευρώ από την αγορά δεν είναι εύκολη υπόθεση, γι’ αυτό και τραπεζικά στελέχη δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο προκαταβολικών κινήσεων μεταφοράς κεφαλαίων, εφόσον επικρατήσει η άποψη ότι το ελληνικό χρηματιστήριο θα διατηρήσει ανοδική δυναμική.
Παραδοσιακά, οι τράπεζες αποτελούν τον «προπομπό» τέτοιων εξελίξεων, λειτουργώντας ως βαρόμετρο για την κατεύθυνση της ελληνικής αγοράς συνολικά.
Το διήμερο στο Λονδίνο θεωρείται καθοριστικό για τη διαμόρφωση της εικόνας των ελληνικών τραπεζών στους διεθνείς επενδυτές.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, οι συστημικές τράπεζες εμφανίζονται όχι απλώς σταθερές, αλλά επιθετικές στη στρατηγική τους, με καθαρούς στόχους για κερδοφορία, επενδύσεις και μερίσματα.
Η «ανάκριση» που θα δεχθούν από τους αναλυτές δεν θα περιοριστεί στους αριθμούς, αλλά θα εστιάσει στην ικανότητα των διοικήσεων να αναγνωρίζουν νέες ευκαιρίες, να διαχειρίζονται κινδύνους και να μεγιστοποιούν την αξία για τους μετόχους.
Και σε αυτό το επίπεδο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα γνωρίζει ότι το πραγματικό στοίχημα δεν είναι απλώς να διατηρήσει την κερδοφορία του, αλλά να αποδείξει ότι διαθέτει την ωριμότητα, τις δομές και τη στρατηγική για να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί στη νέα φάση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.