Με στόχο την πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών τους και την ουσιαστική ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ξένων θεσμικών επενδυτών για το εγχώριο πιστωτικό σύστημα, οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών ξεκίνησαν τις διαδικασίες ώστε να τακτοποιήσουν νωρίτερα, σε σχέση τον αρχικό σχεδιασμό, τον «βραχνά» των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC).
Σε αυτή την κατεύθυνση και σε συνεργασία των διοικήσεων των τραπεζών με την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και με τους εποπτικούς μηχανισμούς της Φρανκφούρτης, οι οποίοι θα λάβουν την τελική απόφαση, πρότειναν να αυξήσουν τις ετήσιες πληρωμές.
Συγκεκριμένα η ελληνική πρόταση προβλέπει ουσιαστικά τον διπλασιασμό των ετήσιων πληρωμών και πιο συγκεκριμένα την αύξησή τους στα 300-350 εκατ. ευρώ, από 160-200 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα.
Στην περίπτωση που η ΕΚΤ εγκρίνει την ελληνική πρόταση, πρακτικά σημαίνει ότι η αποπληρωμή του αναβαλλόμενου φόρου θα ολοκληρωθεί 10 χρόνια νωρίτερα και πιο συγκεκριμένα το 2030 αντί του 2040.
Παράλληλα με τον τρόπο αυτόν οι τράπεζες αναγκάζονται τρόπο τινά να αποθεματοποιήσουν περισσότερα ποιοτικά κεφάλαια από τον αρχικό τους προγραμματισμό διασφαλίζοντας στην εποπτεία ότι είναι πανίσχυρες να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε διεθνή κρίση αλλά και όλους τους απρόβλεπτους κινδύνους γεωπολιτικούς, κλιματικούς, κ.λ.π. για τους οποίους η εποπτεία ανησυχεί.
Ρεαλιστική πρόταση
Τραπεζικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η πρόταση των τραπεζών είναι ρεαλιστική και βιώσιμη οικονομικά αν λάβει κανείς υπόψη τα ισχυρά κεφαλαιακά τους αποθέματα, την υγιή οργανική παραγωγή κεφαλαίου και τη σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση κεφαλαίων τους – είτε μέσω οργανικής είτε ανόργανης ανάπτυξης.
Στα παραπάνω επιχειρήματα, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, θα στηριχθεί και η επιχειρηματολογία των ελληνικών τραπεζών στις διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ, προκειμένου να αποδείξουν στον επόπτη ότι δεν εξαρτώνται υπερβολικά από τα DTCs και να λάβουν την απαραίτητη έγκριση για να προχωρήσουν σε υψηλότερες χρηματικές διανομές.
Όπως και να έχει, καταλήγουν οι ίδιες πηγές, πρόκειται για διαπραγμάτευση που θα απαιτήσει χρόνο και οι ουσιαστικές εξελίξεις αναμένονται τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζών, πάντως, εφόσον διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια το momentum της κερδοφορίας της τελευταίας διετίας, είναι ζήτημα 15 ετών να “σβήσει” οριστικά η αναβαλλόμενη φορολογία από τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Τη θέση αυτή έχει επιβεβαιώσει σε δημόσιες τοποθετήσεις του και ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστου Μεγάλου, μετά μάλιστα και την επιτυχή αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ο ίδιος εξήγησε ότι το DTC στα σημερινά του επίπεδα δεν εγείρει ανησυχία, καθώς εκτιμάται ότι θα επισπευστεί δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας του κλάδου.
Προέβλεψε, μάλιστα, ότι η Τράπεζα Πειραιώς θα μηδενίσει το DTC σε 16 έτη από σήμερα, έναντι 30 ετών που προβλέπει η σχετική φορολογική νομοθεσία.
Ο προβληματισμός
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) καλύπτουν το 6% των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι περίπου 15 δισ. ευρώ αναγνωρίζονται ως κεφάλαια σύμφωνα με τους κανόνες Basel ΙΙΙ, αποτελώντας πάνω από το 70% των εποπτικών κεφαλαίων.
Το γεγονός αυτό εγείρει κάποιες βάσιμες ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και κατά πόσον θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά τους να προσεγγίσουν τα επίπεδα payouts (διανομή μερίσματος) των ευρωπαϊκών τραπεζών τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια.
Ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, τα DTAs συνοδεύονται, ωστόσο, από σημαντικά μειονεκτήματα:
• Δεν παράγουν έσοδα (δηλαδή το 6% του ισολογισμού αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία με 0% αποδοτικότητα ROA).
• Φέρουν επίσης υψηλό συντελεστή στάθμισης κινδύνου στον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων, που κυμαίνεται από 100% έως 250%, αντιπροσωπεύοντας το 14% των σταθμισμένων ως προς κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων (RWAs).
Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των DTAs των ελληνικών τραπεζών απολαμβάνει κρατικής εγγύησης, που τα χαρακτηρίζει κεφάλαιο CET1.
Ενώ τα DTCs αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλος τύπος CET1 από εποπτική σκοπιά, το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό τους στην κεφαλαιακή δομή των ελληνικών τραπεζών μπορεί να επηρεάσει τη λήψη ρυθμιστικών αποφάσεων ως προς τις χρηματικές διανομές.
Στα 13 δισ. ευρώ η αναβαλλόμενη φορολογία
Είναι γεγονός, τονίζει υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή, ότι η αναβαλλόμενη φορολογία αποτελεί ένα χρόνιο “αγκάθι” του εγχώριου κλάδου που δεν επιτρέπει στις τράπεζες να επιστρέψουν σε πλήρη κανονικότητα, παρά την εκτόξευση της κερδοφορίας τους την τελευταία διετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2023, ο αναβαλλόμενος φόρος (DTC) έχει υποχωρήσει στα 13 δισ. ευρώ, επιμεριζόμενος ως εξής μεταξύ των συστημικών τραπεζών: 3,35 δισ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς, 3,8 δισ. ευρώ στην Εθνική, 2,62 δισ. ευρώ στην Alpha και 3,26 δισ. ευρώ στη Eurobank.
Ο λόγος είναι ότι πάνω από τα μισά κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών συνιστούν απαίτηση προς το Δημόσιο, η οποία ενεργοποιείται σε περίπτωση καταγραφής ζημιών και όχι καλής ποιότητας κεφαλαίων.
Το ζήτημα της ποιότητας κεφαλαίων βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο των συναντήσεων που έχουν τα κλιμάκια του SSM με τις τραπεζικές διοικήσεις στην Αθήνα.
Ο λόγος είναι ότι η αναβαλλόμενη φορολογία δεν συνιστά καλής ποιότητας κεφάλαια τα οποία μπορούν να απορροφήσουν τυχόν μελλοντικές ζημιές.
Ταυτόχρονα, πρόκειται για απαίτηση στο ενεργητικό των τραπεζών η οποία δεν αποφέρει απόδοση, ενώ ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος οι υφιστάμενοι μέτοχοι να υποστούν dilution σε περίπτωση ζημιογόνου χρήσης.
Όσο απίθανο και αν φαντάζει το ενδεχόμενο αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες, το DTC λειτουργεί ως αντικίνητρο για τους επενδυτές, γεγονός που κοστίζει χρηματιστηριακά στις τράπεζες.
Υπενθυμίζεται ότι αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προέκυψε ως ανάγκη μετά τις ζημίες ύψους 27 δισ. ευρώ που κατέγραψαν οι τράπεζες εξαιτίας του PSI το 2012.
Με τον νόμο Χαρδούβελη, που ψηφίστηκε το 2013, δόθηκε στις τράπεζες η δυνατότητα να αποσβέσουν τη ζημιά αυτή έως το 2040.
Αυτό ακριβώς είναι, όμως, που δεν θέλουν οι επόπτες για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, να συντηρηθεί δηλαδή σε βάθος τόσων χρόνων το “φάντασμα” της αναβαλλόμενης φορολογίας.
Σημειώνεται ότι το DTC κορυφώθηκε το 2021 στα 16 δισ. ευρώ, για να υποχωρήσει οριακά το 2022 στα 14,2 δισ. ευρώ και το 2023 στα 13 δισ. ευρώ.