Ανεβαίνουν τα επιτόκια στα επιχειρηματικά δάνεια δημιουργώντας πρόσθετη πίεση στους ήδη επιβαρυμένους προϋπολογισμούς –λόγω της κρίσης– των επιχειρήσεων.
Ειδικά στα μικρά επιχειρηματικά δάνεια η τιμολόγηση είναι κατά 2% με 3% υψηλότερη από τον Απρίλιο και μετά, και αναμένονται νέες αυξήσεις, όπως άλλωστε σημειώνει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2021- 2022, που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Η ΤτΕ, διαπιστώνει μικρή άνοδο στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων μέχρι τον Απρίλιο, όμως υπογραμμίζει πως:
«Στο μέλλον, το ενδεχόμενο ανόδου των ονομαστικών επιτοκίων είναι ορατό λόγω της επικείμενης αυστηροποίησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Παράλληλα, ανοδικές πιέσεις στα ονομαστικά επιτόκια χορηγήσεων αναμένονται από τυχόν επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου, καθώς η άνοδος των τιμών έχει περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και τα κέρδη των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα υλοποιείται η απόσυρση των μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας».
Σύμφωνα με την ΤτΕ η άνοδος θα είναι μεγαλύτερη στα επιτόκια καταναλωτικής πίστης.
Ενώ όπως επισημαίνει η ΤτΕ, το «ανάχωμα» στο νέο περιβάλλον θα είναι τα χαμηλότοκα δάνεια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς όπως αναφέρει στην Έκθεσή της: «οι όροι και η διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από δημόσιους πόρους μέσω προγραμμάτων συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας, ιδίως από τα χαμηλότοκα δάνεια που αναμένονται από το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων άρχισε να γίνεται εμφανής από τον Απρίλιο και μετά, καθώς η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε νέα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία, με τον πληθωρισμό να «δείχνει» τα δόντια του και να απειλεί με νέα ύφεση την παγκόσμια οικονομία.
Το τελευταίο τρίμηνο τα περιθώρια (spread) στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων μέχρι 250 χιλιάδες ευρώ έχουν αυξηθεί 2% με 3%, ενώ είναι σαφώς χαμηλότερη η επιβάρυνση στην τιμολόγηση των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Για να υπάρχει μία σαφής εικόνα της ανόδου στο κόστος δανεισμού αναφέρουμε πως το euribor 3 μηνών, με το οποίο είναι συνδεδεμένη η πλειονότητα των δανείων των ελληνικών τραπεζών, είχε αυξηθεί στις 29 Ιουνίου στο -0,191%, το ίδιο επιτόκιο στις αρχές του μήνα ήταν στο -0,3020% και στην αρχή του 2022 στο -0,57%.
Σε θετικό έδαφος έχουν περάσει το euribor 6 μηνών στο 0,287% (από 0,237% στα μέσα Ιουνίου και 0,034% στις αρχές Ιουνίου).
Το πόσο μεγάλες θα είναι οι αυξήσεις στα επιτόκια το δείχνει η έντονα ανοδική τάση του euribor 12 μηνών που ανέβηκε στο 1,068% στις 29 Ιουνίου, από το 0,569% στις αρχές Ιουνίου. Το euribor 12 μηνών στις αρχές Μαΐου ήταν στο 0,227% και τον Μάιο του 2021 στο -0,50%.
Να σημειωθεί ότι οι επιχειρήσεις, είτε δανείζονται μέσω τραπεζών είτε έχουν εκδώσει ομόλογα με κυμαινόμενο επιτόκιο, αντιμετωπίζουν πλέον διαφορετικά κόστη εξυπηρέτησης τα οποία –ανάλογα με τη διάρκεια της ανόδου και πότε θα επιτευχθεί η τιθάσευση του πληθωρισμού– επηρεάζουν γενικότερα τα επιχειρηματικά τους πλάνα.
Και όπως τα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια, έτσι και πολλές επιχειρήσεις το τελευταίο διάστημα σπεύδουν να «κλειδώσουν» σταθερά επιτόκια, τα οποία είναι ακριβότερα προσφέρουν όμως την ασφάλεια της σταθερής δόσης και καλύτερου προϋπολογισμού.
Ποντάρουν στην αύξηση των επιτοκίων οι τράπεζες για άνοδο της κερδοφορίας τους
Έσοδα πάνω από 1 δισ. ευρώ υπολογίζουν οι τράπεζες από την άνοδο των επιτοκίων στο 1,5%, όπως ανέφεραν οι διοικήσεις τους στους διεθνείς αναλυτές στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου.
Πιο συγκεκριμένα, τα επιτοκιακά κέρδη για την Τράπεζα Πειραιώς υπολογίζονται στα 160 εκατ. ευρώ από την άνοδο των επιτοκίων στο 0,5%, ενώ άνοδος του επιτοκίου στο 1% θα σημάνει όφελος για την Πειραιώς της τάξης των 250 εκατ. ευρώ.
Η άνοδος των επιτοκίων στο 0,5% θα φέρει κέρδη για την Alpha Bank ύψους 180 εκατ. ευρώ, ενώ αν το επιτόκιο αυξηθεί στο 1,5% τότε τα έσοδα θα προσεγγίσουν τα 280 εκατ. ευρώ.
Η Eurobank υπολογίζει στα 300 εκατ. ευρώ υπολογίζονται τα κέρδη από την άνοδο των επιτοκίων στο 1,5% (από το -0,5%).
Η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι η πρώτη αύξηση του επιτοκίου κατά 0,5% θα τονώσει τα επιτοκιακά της έσοδα κατά 80 εκατ. ευρώ, ενώ κάθε επιπλέον αύξηση κατά 0,50 μονάδες βάσης θα προσθέτει 100 εκατ. ευρώ στα έσοδα από τόκους.
Αυξήσεις στα επιτόκια και λόγω κλιματικής αλλαγής
Οι επιπτώσεις στο κλίμα φέρνουν και άνοδο επιτοκίων, σύμφωνα με τον Γκίκα Χαρδούβελη. Ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας έκανε λόγο για πιθανές αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον λόγω επιπτώσεων στο κλίμα, μιλώντας την Τετάρτη στο συνέδριο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «THE FUTURE OF SUSTAINABLE FINANCE».
«Στο μέλλον, είναι πιθανό να δούμε επιπτώσεις στην τιμολόγηση των δανείων, ειδικά καθώς οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ενδέχεται να αυξηθούν για περιπτώσεις υψηλών επιπτώσεων στο κλίμα, ενώ οι τράπεζες θα αναγνωρίζουν και υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες πράσινης μετάβασης των δανειοληπτών. Οφείλουμε ωστόσο να τονίσουμε ότι υπάρχει ανάγκη ουσιαστικής βελτίωσης της ποιότητας των δεδομένων για τη βιωσιμότητα. Εδώ, υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει. Το πιο σημαντικό: Υπάρχει έλλειψη δεδομένων για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των κινδύνων τόσο για τις ρυθμιστικές αρχές όσο και για τις τράπεζες», επεσήμανε ο κ. Χαρδούβελης.
Σημειώνουμε ότι μέσα στον Ιούλιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα του πρώτου «πράσινου» stress test που πραγματοποιήθηκε και το οποίο έχει περισσότερο εκπαιδευτικό χαρακτήρα προκειμένου να »μετρηθεί» ο νέος κίνδυνος, πόσο δηλαδή εκτεθειμένες είναι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ – και οι ελληνικές ανάμεσά τους– στους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους (C&E risks).
Τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών θα τεστάρονται πλέον λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα και όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη: Η Ελλάδα που είναι μία σεισμογενής χώρα με πλήθος νησιών και εξαρτάται από την πορεία του τουρισμού της, είναι λοιπόν σαφές ότι αντιμετωπίζει περισσότερους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και τις φυσικές καταστροφές σε σχέση με άλλες.
Αυτό σημαίνει, όπως εξηγεί η ίδια πηγή, ότι μία ενδεχόμενη άνοδος της στάθμης της θάλασσας, ένας σεισμός ή μία μεγάλη πυρκαγιά, θα επηρεάσουν περισσότερο τα χαρτοφυλάκια μας, που συνδέονται με τον τουρισμό και με βασικές υποδομές, σε σχέση με άλλες χώρες.