Τον κώδωνα του κινδύνου για τη σοβαρή υστέρηση υποδομών που απειλεί να υπονομεύσει τη ραγδαία ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων στην Αττική κρούει η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική. Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διαχείριση των νέων συνθηκών που δημιουργούνται, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, όπου συγκεντρώνεται σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας αλλά και της επενδυτικής δραστηριότητας».

Η προειδοποίηση δεν είναι θεωρητική. Αντιθέτως, έρχεται να επιβεβαιώσει ανησυχίες που διατυπώνονται ολοένα και συχνότερα από επενδυτές, κατασκευαστικούς ομίλους αλλά και θεσμικούς φορείς της αγοράς, καθώς η αναπτυξιακή δυναμική του λεκανοπεδίου εξελίσσεται χωρίς την αναγκαία παράλληλη ενίσχυση των μεταφορικών και αστικών υποδομών.

Βορράς και Νότος αλλάζουν τον χάρτη της ζήτησης

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής, η ΤτΕ εστιάζει σε δύο βασικούς πόλους που αναμένεται να μεταβάλουν δραστικά τη ζήτηση ακινήτων:
α) τον βόρειο άξονα της πόλης, όπου συγκεντρώνεται η συντριπτική πλειοψηφία των νέων «πράσινων» γραφειακών χώρων, καθώς και χρήσεις αναψυχής, συνεδρίων και εμπορικών κέντρων, και
β) τον υπερτοπικό πόλο του Ελληνικό στα νότια προάστια.

Η σταδιακή διαμόρφωση νέων τοπικών θυλάκων ισχυρού επενδυτικού και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος δημιουργεί, σύμφωνα με την ΤτΕ, άμεση ανάγκη για περαιτέρω επενδύσεις σε υποδομές, ώστε η ανάπτυξη στο λεκανοπέδιο να είναι βιώσιμη σε βάθος χρόνου.

Κυκλοφοριακό σε οριακό σημείο

Το πρόβλημα έχει ήδη πάρει χαρακτηριστικά κρίσης. Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι η κυκλοφοριακή συμφόρηση στην Αττική βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο. Στο συνέδριο «Green Deal Greece», ο πρόεδρος του ΤΕΕ Γιώργος Στασινός ήταν απολύτως σαφής:
«Θα έπρεπε να έχουμε ήδη βρει τις λύσεις. Γιατί κάνουμε μόνο μελέτες, όπως τα σχέδια βιώσιμης αστικής κινητικότητας, που ήδη έχουμε, αφού δεν τις εφαρμόζουμε; Πρέπει να πάρουμε απόφαση για το τι θα κάνουμε».

Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι η Αττική Οδός έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού, δεχόμενη σχεδόν 300.000 οχήματα ημερησίως, αριθμός αυξημένος κατά 20% σε σχέση με το 2022. Όπως ανέφερε στο ίδιο συνέδριο ο εντεταλμένος σύμβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Πέτρος Σουρέτης, «από το 2024 τα οχήματα στο λεκανοπέδιο αυξήθηκαν κατά 57%, από 3 εκατ. σε 4,5 εκατ., χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή στο οδικό δίκτυο».

Μαρούσι και Ελληνικό: επενδύσεις χωρίς “οξυγόνο”

Στα βόρεια προάστια, με επίκεντρο το Μαρούσι, δημιουργείται ένας νέος πόλος σύγχρονων γραφείων και αναψυχής. Μέχρι τα μέσα του 2027 αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί πάνω από 70.000 τ.μ. νέων γραφείων μόνο στο Μαρούσι, κυρίως γύρω από το «δαχτυλίδι» της Αττικής Οδού, την οδό Χειμάρρας και την Αμαρουσίου–Χαλανδρίου. Συνολικά, στα βόρεια προάστια αναπτύσσονται περίπου 130.000 τ.μ., ενώ σε όλη την Αττική το απόθεμα υπό ανάπτυξη γραφείων πλησιάζει τα 350.000 τ.μ.

Την ίδια στιγμή, στα νότια προάστια και ειδικά στο Ελληνικό, επενδύονται περίπου 8 δισ. ευρώ, κυρίως σε κατοικίες, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα. Το αποτέλεσμα είναι μια δομική αναντιστοιχία: οι νέες θέσεις εργασίας συγκεντρώνονται στον Βορρά, ενώ η νέα κατοικία και φιλοξενία στον Νότο, αυξάνοντας δραματικά τις καθημερινές μετακινήσεις.

Έργα-κλειδιά σε αναμονή

Παρά τη σαφή εικόνα, κρίσιμα έργα παραμένουν στάσιμα. Η επέκταση της Περιφερειακής Υμηττού προς τα νότια προάστια μέσω Καρέα (Σήραγγα Ηλιουπόλεως), έργο άνω του 1 δισ. ευρώ, εξακολουθεί να παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες, λόγω χρηματοδοτικών δυσκολιών και έλλειψης απόφασης για το μοντέλο υλοποίησης. Παρόμοια τύχη φαίνεται να έχει και η αναβάθμιση της Λεωφόρος Κύμης, ενώ περιορισμένοι είναι και οι πόροι για την πύκνωση του δικτύου του Μετρό Αθήνας.

Το στοίχημα της βιωσιμότητας

Το μήνυμα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι σαφές: χωρίς γενναίες επενδύσεις σε υποδομές, η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων στην Αττική κινδυνεύει να υπονομευθεί από την ίδια της την επιτυχία. Αν δεν υπάρξουν σύντομα αποφάσεις και υλοποίηση έργων, η καθημερινότητα στο λεκανοπέδιο αναμένεται να γίνει ακόμη πιο δύσκολη τα επόμενα χρόνια, με άμεσες συνέπειες τόσο στην οικονομία όσο και στην ποιότητα ζωής.

Διαβάστε ακόμη: