Επικριτική εμφανίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), αναφορικά με τις ρυθμίσεις που εισήγαγε φέτος η κυβέρνηση στην αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, αλλά και τη Χρυσή Βίζα, καθώς στην ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική, εκφράζεται επιφύλαξη για το κατά πόσο θα μπορέσουν να αυξήσουν την προσφορά προσιτών κατοικιών στην αγορά και να συμβάλλουν στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος.

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι “οι νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση του περιορισμού της ζήτησης για επενδυτική κατοικία, μέσω του νέου πλαισίου για τη βραχυχρόνια μίσθωση και τη Golden Visa, αποτελούν προσωρινή και με περιορισμένες δυνατότητες λύση για την αντιμετώπιση του ζητήματος του κόστους στέγασης. Ουσιαστικές λύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν με σκοπό την ενίσχυση της προσφοράς κατοικίας επιθυμητών προδιαγραφών, αλλά και προσιτής αξίας”.

Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Ιανουαρίου, θα ισχύσει η απαγόρευση έκδοσης νέου αριθμού μητρώου (ΑΜΑ) στα τρία πρώτα διαμερίσματα του Δήμου Αθηναίων, ενώ προς ψήφιση βαίνει και το νομοσχέδιο του Υπ. Τουρισμού για τις λειτουργικές προδιαγραφές των καταλυμάτων, όπου επίσης επιχειρείται η απαγόρευση λειτουργίας ακινήτων, που δεν είναι κύριας χρήσης του κτιρίου και μάλιστα αναδρομικά. Δηλαδή, αν ένα υπόγειο, ένα ημιυπόγειο, ένα πατάρι, ή μια αποθήκη έχουν μετατραπεί, μέσω των αντίστοιχων επενδύσεων, σε καταλύματα και δεν είχαν ενταχθεί ως χώροι κύριας χρήσης, με βάση τον τελευταίο νόμο για τις τακτοποιήσεις, δηλαδή έως το 2011, τότε θα πρέπει να πάψει η λειτουργία τους ως κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Προφανώς, η διάταξη αυτή έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση τόσο της ΠΟΜΙΔΑ, όσο και των θεσμικών φορέων του κλάδου της βραχυχρόνιας, όπως ο ΣΤΑΜΑ.

Σε ό,τι αφορά την πορεία των τιμών, η ΤτΕ σημειώνει ότι παρά τις ιδιαίτερες συνθήκες που ανέκυψαν κατά την τελευταία τριετία, με την εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια, τα αυξημένα κατασκευαστικά και λειτουργικά κόστη στην εγχώρια αγορά, καθώς και το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, η ζήτηση παραμένει ενισχυμένη για συγκεκριμένες χρήσεις και θέσεις ακινήτων. “Η χαμηλή προσφορά ποιοτικών χώρων σε όλο το εύρος της αγοράς έχει δώσει ώθηση στην κατασκευαστική δραστηριότητα, η οποία εντούτοις δεν έχει αναπτύξει ρυθμούς που θα επέτρεπαν την πλήρη αποσυμπίεση της ζήτησης, ειδικά στην περίπτωση της κατοικίας. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, εκτιμάται ότι η αύξηση των τιμών θα συνεχιστεί μέχρι την αποκατάσταση σχετικής ισορροπίας, με ηπιότερους ωστόσο ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο”.

Αυτό είναι ήδη εμφανές κατά τη διάρκεια του 2024.

Με βάση τους δείκτες τιμών πώλησης κατοικιών της ΤτΕ, το φετινό τρίμηνο, σημειώθηκε αύξηση κατά 7,8% σε πανελλαδικό επίπεδο. Ωστόσο, αποτελεί και το πέμπτο διαδοχικό τρίμηνο, κατά το οποίο ο ρυθμός αύξησης των τιμών κινείται επιβραδυντικά. Συγκεκριμένα, πριν από ένα χρόνο, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2023, ο ρυθμός ανόδου των τιμών είχε διαμορφωθεί σε 12,7% από 13,8% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ενώ φέτος κινείται με ετήσιο ρυθμό 10,6% (α’ τρίμηνο), 9,4% (β’ τρίμηνο) και 7,8% (γ’ τρίμηνο). Αντίστοιχα, στην Αττική η ετήσια άνοδος των τιμών πώλησης κατοικιών άγγιξε το 7,7%, από 9,6% το φετινό πρώτο τρίμηνο, αλλά και 12,5% κατά το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.

Ανάλογη τάση παρατηρείται και στις υπόλοιπες κατηγορίες που παρακολουθούν οι δείκτες της ΤτΕ. Έτσι, τα νεόδμητα ακίνητα αυξήθηκαν κατά 9,7% το τρίτο τρίμηνο, από 10,8% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και 11,1% κατά τους πρώτους τρεις μήνες του 2024. Οι τιμές των παλιότερων διαμερισμάτων αυξήθηκαν με τον χαμηλότερο ρυθμό της τελευταίας διετίας και συγκεκριμένα κατά 6,6% σε ετήσια βάση, έναντι αύξηση 8,5% το φετινό δεύτερο τρίμηνο και 10,3% το φετινό πρώτο τρίμηνο.

Όπως καταλήγει η ανάλυση της ΤτΕ, “οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων όσον αφορά το επόμενο διάστημα παραμένουν θετικές, ωστόσο καταγράφεται πλέον αυξημένη επιφυλακτικότητα από τους παράγοντες της αγοράς, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων, κυρίως επαγγελματικής χρήσης. Οι υφιστάμενες επισφάλειες σχετίζονται με τη γεωπολιτική αστάθεια σε παγκόσμιο επίπεδο, τις επιβαρύνσεις στο κόστος κατασκευής και λειτουργίας, αλλά και τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τα διαχρονικά ζητήματα γραφειοκρατίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων, επηρεάζουν τον επενδυτικό σχεδιασμό, τα περιθώρια κέρδους και την ελκυστικότητα εκκίνησης νέων επενδυτικών έργων”.

Διαβάστε ακόμη