Με συντριπτική πλειοψηφία, η έκτακτη Γενική συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας Κύπρου, ενέκρινε την επανεισαγωγή των μετοχών της Τράπεζας Κύπρου στο χρηματιστήριο Aθηνών.
Οι μετοχές της Τράπεζας αναμένεται να διαγραφούν από το Λονδίνο στις 19 Σεπτεμβρίου και επαναδιαπραγματευτούν στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου με βάση το κλείσιμο της προηγούμενης ημέρας στο χρηματιστήριο της Κύπρου.
Αράπογλου: Τα πλεονεκτήματα της επιστροφής στο ΧΑ
Σε σύντομη ομιλία του, ο πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου κ. Τάκης Αράπογλου προτείνοντας την έγκριση των ψηφισμάτων της συνέλευσης, απαρίθμησε τα πλεονεκτήματα της μεταφοράς των μετοχών στην Αθήνα.
Πρώτον, γιατί με την εισαγωγή των μετοχών στην Αθήνα θα αυξηθεί η αναγνωρισιμότητα σ ένα μεγαλύτερο φάσμα επενδυτών, δεύτερον θα επιτρέψει την σύγκριση με τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες οι οποίες θεωρούνται ως πιο κοντινές και ομότιμες, τρίτον θα επιτευχθεί πρόσβαση σε κεφάλαια από το χρηματιστήριο Αθηνών, και τέλος η μετοχή της Τράπεζας Κύπρου θα είναι επιλέξιμη για την ένταξη της σε δείκτες.
Προηγουμένως ο πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου υπογράμμισε πως ολοκληρώθηκε ο μετασχηματισμός της Τράπεζας σε μια ισχυρή τράπεζα με υψηλής ποιότητας ισολογισμό, άφθονα κεφάλαια και ρευστότητα, και βιώσιμη επαναλαμβανόμενη κερδοφορία.
“Αυτό μας επέτρεψε να ανταμείψουμε τους μετόχους μας με την επαναφορά των μερισμάτων, με ένα πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών και με μια μερισματική πολιτική, η οποία είναι φιλόδοξη και ταυτόχρονα βιώσιμη.
Ως αποτέλεσμα, η τιμή της μετοχής μας έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο λόγω των υψηλών επιτοκίων, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά και ως αποτέλεσμα του επιτυχημένου μετασχηματισμού της Τράπεζας, των ισχυρών επιδόσεών της, της επιδίωξης φιλόδοξων στόχων και της δυνατότητάς μας να δημιουργούμε αξία για τους μετόχους μας.”
Ωστόσο, όπως συμπλήρωσε ο κ. Αράπογλου, παρόλο που βελτιώθηκε η ρευστότητα της μετοχής τους τελευταίους μήνες, παραμένει χαμηλή περιορίζοντας τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης.
Και, το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας πιστεύει όπως πρόσθεσε, ότι η διαγραφή από το Χρηματιστήριο του Λονδίνου και η επανεισαγωγή των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών “παρέχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τη ρευστότητα των μετοχών μας και την αναγνωρισιμότητα του Συγκροτήματος μεταξύ μιας ευρύτερης ομάδας ενδιαφερόμενων επενδυτών προς όφελος των μετόχων και της ίδιας της Τράπεζας.”