Η ιστορία των συγκρούσεων ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες και κεντρικούς τραπεζίτες είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε διαφορετικά σημεία του κόσμου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η σχέση ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζερόμ Πάουελ εξελίχθηκε σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μάχες ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την ανεξαρτησία ενός θεσμού. Στην Ελλάδα, η ένταση ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάννη Στουρνάρα προσέφερε ένα εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και στις δύο περιπτώσεις, η σύγκρουση δεν ήταν μόνο πολιτική ή οικονομική ήταν βαθιά ψυχολογική, ένας αγώνας για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εξουσία, την αλήθεια των αριθμών και την ίδια τη φύση της ηγεσίας.
Στην Αμερική, ο Τραμπ μπήκε στον Λευκό Οίκο με την αυτοπεποίθηση και τον δυναμισμό ενός ανθρώπου που είχε μάθει να βλέπει τον κόσμο σαν μια σειρά από συμφωνίες προς διαπραγμάτευση. Το μέτρο επιτυχίας του ήταν άμεσο και απτό, αν οι αριθμοί της οικονομίας έδειχναν άνοδο, αν η Wall Street ανέβαινε, αν η ανεργία έπεφτε, τότε η πολιτική του θεωρούνταν σωστή. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, όμως, λειτουργεί με μια εντελώς διαφορετική λογική, είναι θεσμός που οφείλει να βλέπει πέρα από την επόμενη εβδομάδα, πέρα από τον επόμενο εκλογικό κύκλο, και να λαμβάνει αποφάσεις που μπορεί να είναι αντιδημοφιλείς στο παρόν αλλά απαραίτητες για το μέλλον. Ο Τζερόμ Πάουελ, ως πρόεδρος της Fed, ενσάρκωνε αυτή την ψυχρή, υπομονετική και μεθοδική προσέγγιση.
Η σύγκρουση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως. Ο Τραμπ, βλέποντας ότι η Fed δεν έριχνε τα επιτόκια όσο γρήγορα ήθελε, άρχισε να επιτίθεται προσωπικά στον Πάουελ, τον αποκαλώντας «too late», «moron» και «loser». Δεν ήταν απλώς μια διαφωνία πολιτικής· ήταν μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ο τεχνοκράτης ως ανίκανος να καταλάβει την «πραγματική» δυναμική της οικονομίας, δηλαδή την πολιτική της διάσταση. Από την πλευρά του, ο Πάουελ απαντούσε όχι με επιθετικούς χαρακτηρισμούς αλλά με σταθερότητα, οι αποφάσεις της Fed θα λαμβάνονταν με βάση τα δεδομένα, όχι τις πολιτικές ανάγκες του Προέδρου.
Η δυναμική αυτή, όπου ένας πολιτικός ηγέτης προσπαθεί να επιβληθεί σε έναν ανεξάρτητο θεσμό, δεν είναι καθόλου ξένη στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, ο ρόλος του Πάουελ βρίσκει το ανάλογό του στον Γιάννη Στουρνάρα, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος από το 2014. Ο Στουρνάρας είχε ήδη θητεύσει ως υπουργός Οικονομικών, αλλά ως διοικητής της ΤτΕ πήρε πάνω του έναν θεσμικό ρόλο που απαιτούσε νηφαλιότητα και προσήλωση στους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αντίστοιχα, ο Αλέξης Τσίπρας, που εξελέγη Πρωθυπουργός το 2015 με την υπόσχεση να συγκρουστεί με τους δανειστές και να αλλάξει τους όρους του ελληνικού μνημονίου, βρέθηκε να βλέπει τον Στουρνάρα όχι απλώς ως ανεξάρτητο θεσμικό παράγοντα, αλλά ως πιθανό εμπόδιο στην πολιτική του στρατηγική.
Οι πρώτες τριβές φάνηκαν αμέσως. Ο Στουρνάρας προειδοποίησε δημοσίως για τους κινδύνους από μια ρήξη με τους εταίρους, μίλησε για τις συνέπειες στην οικονομία και τόνισε ότι οι τράπεζες δεν θα άντεχαν ένα παρατεταμένο αδιέξοδο. Στο πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αυτό ισοδυναμούσε με υπονόμευση. Οι δηλώσεις του παρουσιαζόντουσαν σαν «παρεμβάσεις» στη διαπραγμάτευση, σαν να προσπαθούσε να επιβάλει στους πολιτικούς τις απόψεις της τρόικας. Η ένταση έφτασε σε σημείο όπου, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο Τσίπρας φέρεται να είχε πει ότι θα τον έβγαζε από την Τράπεζα «κλωτσώντας και σέρνοντας» αν χρειαστεί.
Η σύγκρουση έγινε πιο έντονη καθώς η κρίση του 2015 κορυφωνόταν. Οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές κρέμονταν από μια κλωστή, οι τράπεζες έχαναν ρευστότητα με ρυθμούς-ρεκόρ, και οι πολίτες απέσυραν καταθέσεις υπό τον φόβο μιας εξόδου από το ευρώ. Σε αυτό το κλίμα, η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρούσε επαφή με την ΕΚΤ και προειδοποιούσε ότι χωρίς συμφωνία η χώρα θα οδηγούνταν αναπόφευκτα σε χρεοκοπία και Grexit. Οι παρεμβάσεις του Στουρνάρα δεν ήταν τυχαίες, στόχευαν στο να κρατήσουν τις τράπεζες όρθιες, να διατηρήσουν τη στήριξη του ευρωσυστήματος και να αποτρέψουν την πλήρη κατάρρευση.
Στο ψυχολογικό επίπεδο, η αντιπαράθεση αυτή είχε τα ίδια στοιχεία με εκείνη του Τραμπ και του Πάουελ. Από τη μία πλευρά, ένας ηγέτης που ήθελε να ελέγξει το αφήγημα, να επιβάλει τη θέλησή του και να δείξει ότι η πολιτική δύναμη μπορεί να υπερβεί τους «στενούς» κανόνες της οικονομικής ορθοδοξίας. Από την άλλη, ένας τεχνοκράτης που επέμενε ότι οι κανόνες υπάρχουν για λόγο, ότι η σταθερότητα είναι προϋπόθεση για κάθε πολιτική πρωτοβουλία και ότι η ανεξαρτησία του θεσμού του δεν είναι διαπραγματεύσιμη.
Η κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά της τον Ιούνιο του 2015, όταν η Ελλάδα έχασε τη δόση προς το ΔΝΤ και προκήρυξε δημοψήφισμα. Ο Στουρνάρας, σε μια από τις πιο δραματικές παρεμβάσεις του, προειδοποίησε ότι η χώρα βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής. Η κυβέρνηση απάντησε με αιχμές, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο διοικητής λειτουργούσε πολιτικά. Παρά ταύτα, η πορεία των γεγονότων τον δικαίωσε, οι τράπεζες έκλεισαν, επιβλήθηκαν κεφαλαιακοί έλεγχοι και η οικονομία βυθίστηκε βαθύτερα στην ύφεση.
Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και την απομάκρυνση του Grexit, η θέση του Στουρνάρα ενισχύθηκε. Στα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα σταδιακά ανέκτησε πρόσβαση στις αγορές, η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται και η εμπιστοσύνη των επενδυτών επέστρεψε. Οι επιλογές του, αν και επώδυνες, απέτρεψαν την καταστροφή που θα είχε επιφέρει μια άτακτη χρεοκοπία. Οι υπολογισμοί του μιλούσαν για ζημία δεκάδων δισεκατομμυρίων από τις καθυστερήσεις και τις «μπλόφες» των διαπραγματεύσεων, αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζαν ότι χωρίς τη γραμμή σταθερότητας της ΤτΕ, το κόστος θα ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Η σύγκριση με την περίπτωση Τραμπ–Πάουελ αποκαλύπτει έναν κοινό άξονα, οι πολιτικοί συχνά λειτουργούν με ορίζοντα εκλογών και επικοινωνίας, ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες λειτουργούν με ορίζοντα δεκαετιών. Ο Τραμπ ήθελε άμεσα χαμηλότερα επιτόκια για να τονωθεί η οικονομία πριν τις εκλογές, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο υπερθέρμανσης και πληθωρισμού. Ο Πάουελ αντιστάθηκε, γνωρίζοντας ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να υπαγορεύεται από τις πολιτικές ανάγκες της στιγμής. Αντίστοιχα, ο Τσίπρας ήθελε να πιέσει τους δανειστές με την απειλή του Grexit, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποσπούσε καλύτερους όρους, ενώ ο Στουρνάρας ήξερε ότι μια τέτοια στρατηγική μπορούσε να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη καταστροφή.
Και στις δύο περιπτώσεις, η σύγκρουση προσωποποιήθηκε. Ο πολιτικός ηγέτης επιχείρησε να παρουσιάσει τον κεντρικό τραπεζίτη ως εμπόδιο στην πρόοδο, ως άνθρωπο που δεν καταλαβαίνει την «πραγματικότητα». Ο τραπεζίτης απάντησε όχι με προσωπικές επιθέσεις, αλλά με επιμονή στη θεσμική αποστολή του και στα δεδομένα που είχε στα χέρια του. Η αντίθεση αυτή δεν είναι απλώς μια διαφορά χαρακτήρων· είναι μια θεμελιώδης διαφορά φιλοσοφίας για το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και ποιος πρέπει να έχει τον τελικό λόγο.
Στην ελληνική περίπτωση, η ιστορία κατέγραψε τον Στουρνάρα ως τον άνθρωπο που διατήρησε την ψυχραιμία του σε μια από τις πιο εκρηκτικές πολιτικές περιόδους της μεταπολίτευσης. Η πολιτική ηγεσία μπορεί να τον θεώρησε «εμπόδιο», αλλά η επιμονή του στη σταθερότητα και στην τήρηση των κανόνων αποδείχθηκε κρίσιμη. Το τίμημα, βέβαια, ήταν τεράστιο,η οικονομία συρρικνώθηκε, η κοινωνία βίωσε πρωτοφανείς δυσκολίες, και η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα κλονίστηκε βαθιά. Ωστόσο, η χώρα απέφυγε την κατάρρευση και έμεινε στην Ευρωζώνη, κάτι που λίγα χρόνια πριν φαινόταν αβέβαιο.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και τους ανεξάρτητους θεσμούς δεν είναι απλώς μια ιστορία του παρελθόντος είναι ένα ζήτημα που διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον. Από τη σκληρή σύγκρουση Τραμπ–Πάουελ στις ΗΠΑ, μέχρι τη θυελλώδη σχέση Τσίπρα–Στουρνάρα στην Ελλάδα, το μάθημα είναι ξεκάθαρο, χωρίς ανεξάρτητους θεσμούς, η δημοκρατία και η οικονομική σταθερότητα μένουν απροστάτευτες απέναντι στις πιέσεις της στιγμής. Η πολιτική μπορεί να υπόσχεται τα πάντα, αλλά μόνο οι θεσμοί μπορούν να διασφαλίσουν ότι η πορεία μιας χώρας δεν θα αλλάζει με τον άνεμο της συγκυρίας.
Κι αν το παρελθόν δείχνει την αξία της θεσμικής αντοχής, το παρόν μάς υπενθυμίζει ότι η Ιστορία γράφεται ακόμη. Είμαστε λίγο πριν από την κρίσιμη απόφαση του Τζερόμ Πάουελ για το αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκια, μια κίνηση που μπορεί να επηρεάσει την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία. Οι αγορές ήδη αναπνέουν με ανυπομονησία, οι αναλυτές στοιχηματίζουν σε μείωση τον Σεπτέμβριο, και κάθε του λέξη θα μετρηθεί με το μικροσκόπιο. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, η ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική πίεση και τη θεσμική ανεξαρτησία θα δοκιμαστεί ξανά μπροστά στα μάτια όλων.
Ο θεός Απόλλων έδωσε στην Κασσάνδρα το χάρισμα της μαντικής και ζήτησε τον έρωτά της ως αντάλλαγμα. Η Κασσάνδρα όμως αρνήθηκε. Τότε ο θεός την εκδικήθηκε δίνοντάς της την κατάρα του να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς.
Διαβάστε ακόμη:
- Γιατί η Qualco είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και γιατί τώρα είναι μόνο η αρχή
- Αττική: Ρεκόρ αναχωρήσεων από τα λιμάνια για τον Δεκαπενταύγουστο
- Συνεχίζει ανοδικά το Χρηματιστήριο Αθηνών – Δυναμικός Αύγουστος με +6,6%
- Μείζον ζήτημα με τις στοιχηματικές εταιρείες του εξωτερικού που βρίσκονται στο στόχαστρο της Αρχής για το Ξέπλυμα