Τείνει να γίνει ο «βασιλιάς της διαφήμισης» (ήδη προβάλλει ως το αγαπημένο μέσο των διαφημιστών και των διαφημιζομένων, σύμφωνα με έρευνα της GP Bullhound), αλλά το περιβόητο Tik Tok φαίνεται πως έχει ήδη γίνει ο «βασιλιάς της ενημέρωσης». Από κοινού με άλλα κοινωνικά δίκτυα που βασίζονται περισσότερο στην εικόνα και όχι στο κείμενο, όπως το Instagram και το Snapchat, το Tik Tok προβάλλει ως βασική πληροφόρησης τουλάχιστον των νέων ηλικιών, που έχουν γυρίσει την πλάτη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και στους «διαμεσολαβητές» της είδησης, δηλαδή τους δημοσιογράφους.
«Οι νεότερες γενιές, που έχουν μεγαλώσει με τα κοινωνικά δίκτυα, δίνουν συχνά μεγαλύτερη προσοχή σε παράγοντες επιρροής (influencers) ή σε διασημότητες παρά σε δημοσιογράφους, ακόμη και όταν πρόκειται για ειδήσεις και πληροφορίες που είναι αντικειμενικά το αποτέλεσμα δημοσιογραφικής έρευνας», σημειώνουν οι συντάκτες μελέτης που διενήργησε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Reuters.
Πρόκειται για ετήσια έκθεση με θέμα τις ψηφιακές πληροφορίες, που δημοσιοποιήθηκε την Τετάρτη και βασίζεται σε διαδικτυακές έρευνες που διεξήγαγε η εταιρεία YouGov μεταξύ 94.000 ατόμων από 46 χώρες του πλανήτη. Το εντυπωσιακότερο συμπέρασμα της εφετινής έκθεσης είναι ότι στην πλειονότητά τους οι χρήστες του Tiktok, του Snapchat και του Instagram (55%, 55% και 52% αντίστοιχα) δηλώνουν ότι για να ενημερωθούν για το τι συμβαίνει στον κόσμο εμπιστεύονται τους «influencers» ή άλλες διασημότητες – επίσης επιδραστικές, εξυπακούεται.
Αντίθετα, μεταξύ των ειδησεογραφικών αναρτήσεων στο Facebook ή στο Twitter, εκείνες που προέρχονται από δημοσιογράφους παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μικρή αλλά ειδοποιός λεπτομέρεια: το Facebook και το Twitter θεωρούνται «γερασμένα» κοινωνικά δίκτυα και ως εκ τούτου χρησιμοποιούνται λιγότερο από τους νέους σε ηλικία χρήστες.
Influencers και διασημότητες
Μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP), ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας που διενήργησε τη μελέτη Νικ Νιούμαν αναφέρει το παράδειγμα του νεαρού βρετανού Ματ Ουέλαντ, ο οποίος σχολιάζει την τρέχουσα επικαιρότητα στο TikTok για λογαριασμό… 2,8 εκατομμυρίων «ακολούθων» του.
«Πολλές φορές συμβαίνει επίσης μια διασημότητα της τέχνης ή του αθλητισμού να μιλάει και να σχολιάζει ένα συμβάν ή μία είδηση», σημείωσε ο Νιούμαν. Και ανέφερε ως παράδειγμα την εντυπωσιακή απήχηση που είχε η διαδικτυακή καμπάνια που έκανε το 2020 ο άγγλος ποδοσφαιριστής Μάρκους Ράσφορντ υπέρ της διανομής δωρεάν γευμάτων σε φτωχά παιδιά.
Πώς ο Ματ Ουέλαντ ή ο Μάρκους Ράσφορντ συναγωνίζονται σε αξιοπιστία και επιδραστικότητα το BBC, την «Guardian» ή την «Independent», ας πούμε; «Για τη γενιά του TikTok η έννοια της είδησης έχει πολύ ευρύτερο νόημα από αυτό που της αποδίδεται παραδοσιακά, όταν όσοι την επικαλούνται σκέφτονται πρώτα την πολιτική ή τις διεθνείς σχέσεις», εξηγεί ο Νικ Νιούμαν.
«Για τους νέους η είδηση δεν αναφέρεται ως επί το πλείστον στην πολιτική πληροφορία αλλά σε ο,τιδήποτε το νέο, είτε αφορά τον αθλητισμό είτε την ψυχαγωγία είτε τον πολιτισμό ή τις τέχνες, την τεχνολογία, τα κουτσομπολιά και βέβαια και την πολιτική πληροφορία. Οι νέοι προσεγγίζουν όλα αυτά συνδυαστικά. Ως εκ τούτου κάθε νέα πληροφορία που εμπίπτει στους προαναφερθέντες τομείς αποτελεί γι’ αυτούς ‘είδηση’ και έτσι χαρακτηρίζεται απ’ αυτούς», σημειώνεται στην έκθεση του Ινστιτούτου Reuters και του Oxford University.
Η παρακμή του Facebook
Η κατάληψη της εξουσίας της ενημέρωσης από τους influencers είναι το αποτέλεσμα των θεαματικών ανατροπών που έχουν επισυμβεί στην ιεραρχία των κοινωνικών δικτύων, τονίζουν οι ειδικοί. Και εξηγούν ότι τα παραδοσιακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το Facebook και το Twitter, χάνουν έδαφος διότι στην εποχή των εικόνων, που ζούμε, θεωρούνται ξεπερασμένα από τα μέσα που βασίζονται στην προβολή βίντεο, όπως είναι το TikTok, το YouTube, το Instagram και το Snapchat.
Έτσι οι νέοι απευθύνονται όλο και περισσότερο σ’ αυτά για να ενημερωθούν. «Ακόμα κι αν παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή κοινωνικά δίκτυα παγκοσμίως, το Facebook χάνει όλο και περισσότερο τη σημασία του ως δίαυλος πρόσβασης σε πληροφορίες και ως εκ τούτου ως δημιουργός επισκεψιμότητας σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους», σημειώνεται στην έκθεση.
«Αιχμάλωτοι της εικόνας»
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 το 42% των χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης δήλωνε ότι αναζητούσε πρόσβαση σε πληροφορίες μέσω του Facebook. Το 2023 το αντίστοιχο ποσοστό έπεσε στο 28%. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην «αποδέσμευση» του μέσου από τον τομέα των ειδήσεων, που δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί στρατηγική του προτεραιότητα. Οφείλεται επίσης εν μέρει στο γεγονός ότι «τα δίκτυα που βασίζονται σε βίντεο αιχμαλωτίζουν ολοένα και περισσότερο την προσοχή των περισσότερων νέων», όπως διαπιστώνουν οι ερευνητές.
Μεταξύ των «μέσων με αιχμή την εικόνα, το κινεζικό TikTok είναι το ταχύτερα αναπτυσσόμενο», υπογραμμίζεται στην έκθεση. Χρησιμοποιείται από το 20% των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών ως πηγή πρόσβασης σε πληροφορίες (πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 15%). Κι αυτό παρά το ότι το μέσο κατηγορείται ευρέως στη Δύση ως εργαλείο πολιτικής επιρροής, ακόμη και κατασκοπείας εκ μέρους του Πεκίνου. Έχει αρχίσει μάλιστα ήδη να τίθεται υπό απαγόρευση το Tik Tok από κάποιες δυτικές αρχές και κυβερνήσεις, αλλά στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική κάνει «θραύση».
Αδιαφορούν για την παραπληροφόρηση;
Η έρευνα των Reuters και Oxford University έδειξε ότι οι νεότερες γενιές που μεγάλωσαν με τα κοινωνικά δίκτυα, επιμένουν να τα χρησιμοποιούν και να τα προτιμούν έναντι των παραδοσιακών ΜΜΕ παρότι γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν να πέσουν ευκολότερα θύματα παραπληροφόρησης. Δηλώνουν μάλιστα οι χρήστες τους ότι είναι καχύποπτοι με τους περίφημους αλγόριθμους επιλογής ειδήσεων στους οποίους βασίζονται τα μέσα αυτά.
Παρά ταύτα, παραδέχονται οι νέοι ότι όλο και πιο σπάνια αναζητούν την πληροφόρηση απευθείας σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους που ανήκουν σε έγκυρους και αναγνωρισμένους δημοσιογραφικούς ομίλους με εξειδικευμένο προσωπικό. «Τις περισσότερες φορές καταλήγουν εκεί αφού ξεκίνησαν την ενημέρωσή τους από ένα κοινωνικό δίκτυο», αναφέρει η έρευνα.
«Αυτή όμως είναι μια πρακτική που αυξάνει την πίεση στο οικονομικό μοντέλο των ΜΜΕ, που βασίζεται στη διαφήμιση και στις συνδρομές, ειδικά σε μια χρονική συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια και την οικονομική δυσπραγία πολλών νοικοκυριών που μειώνουν τις δαπάνες τους», παρατηρεί στο AFP ο διευθυντής του Reuters Institute, Ράσμους Κλάις Νίλσεν.
Επομένως, «οι αλλαγές που συντελούνται στη βιομηχανία της πληροφόρησης είναι πολύ πιο θεμελιώδεις, πολύ πιο βαθιές και εκτεταμένες από αυτές που φέρνει η πολυσυζητημένη ψηφιακή μετάβαση», συμπεραίνει ο Νίλσεν.